ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. <i>τελεσί</i>-<i>καρπος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>καρπος</i>, που [[είναι]] πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[τελεσίκαρπος]]). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>καρπος</i>, που [[είναι]] πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:05, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίκαρπος Medium diacritics: ὠλεσίκαρπος Low diacritics: ωλεσίκαρπος Capitals: ΩΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: ōlesíkarpos Transliteration B: ōlesikarpos Transliteration C: olesikarpos Beta Code: w)lesi/karpos

English (LSJ)

ον, losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr.HP3.1.3; (ἐρινεός) Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.

German (Pape)

die Frucht verderbend, verlierend; ἰτέα Od. 10.310, weil sie ihre Früchte vor der Reife verliert oder abwirft, Theophr.; dah. überhaupt unfruchtbar; so heißt auch das τύμπανον, die bei den Mysterien der Kybele gebrauchte Pauke, weil sie von entmannten Priestern geschlagen wurde, oder weil sie die Begeisterung bis zur Selbstentmannung steigerte, Opp. Cyn. 3.283.

Russian (Dvoretsky)

ὠλεσίκαρπος: теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.

English (Autenrieth)

losing their fruit, of the willow which drops its fruit before ripening, Od. 10.510†.

Greek Monolingual

και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσίκαρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

ὠλεσίκαρπος: -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, γιατί αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους προτού ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὠλεσί-καρπος, ον,
losing its fruit, ἰτέαι ὠλ., because these trees shed their fruits before ripening, Od.