ἴακχος: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἴακχος
|Medium diacritics=ἴακχος
|Low diacritics=ίακχος
|Capitals=ΙΑΚΧΟΣ
|Transliteration A=íakchos
|Transliteration B=iakchos
|Transliteration C=iakchos
|Beta Code=i)/akxos
|Definition=ὁ, ([[Ἴακχος]]) used by the tyrant Dionysius for [[χοῖρος]], Athanis 1 (= Dionys.Trag. 12).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1232.png Seite 1232]] ὁ, s. nom. pr. Nach Ath. III, 98 d nannte Dionysius in Sicilien das Schwein so.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1232.png Seite 1232]] ὁ, s. nom. pr. Nach Ath. III, 98 d nannte Dionysius in Sicilien das Schwein so.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hymne en l’honneur d’Iakkhos.<br />'''Étymologie:''' [[ἰακχή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[hymne en l'honneur d'Iakkhos]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰακχή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἴακχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλατύρρινος]] [[δενδρόβιος]] [[πίθηκος]] της Ν. Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ίακχος</i><br />α) [[μυστικό]] όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) η [[τελετή]] [[προς]] [[τιμή]] του Βάκχου («[[ὅταν]] ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική [[πομπή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν [[προς]] τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν [[εἶναι]] τὸν μυστικόν ἴακχον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν [[μέλπω]] πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) [[χοίρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαχή]], [[ιάχω]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τί</i>-<i>τθη</i>), που αρχικά μαρτυρείται στην [[κλητική]] (<i>Ίακχε</i>), [[επίκληση]] του Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα [[κυρίως]] [[κατά]] τα [[Λήναια]]. Η λ. δήλωνε [[επίσης]] και το ίδιο το [[τραγούδι]] της γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «[[χοίρος]]» λόγω της κραυγής του ζώου. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>iacchus</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίακχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιάκχα]], [[ιακχάζω]], [[ιακχαίος]], [[ιακχείον]], [[ιακχιαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιακχαγωγός]]].
|mltxt=ο (Α [[ἴακχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλατύρρινος]] [[δενδρόβιος]] [[πίθηκος]] της Ν. Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ίακχος</i><br />α) [[μυστικό]] όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) η [[τελετή]] [[προς]] [[τιμή]] του Βάκχου («[[ὅταν]] ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική [[πομπή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν [[προς]] τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν [[εἶναι]] τὸν μυστικόν ἴακχον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν [[μέλπω]] πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορός]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) [[χοίρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαχή]], [[ιάχω]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[τίτθη]]), που αρχικά μαρτυρείται στην [[κλητική]] (<i>Ίακχε</i>), [[επίκληση]] του Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα [[κυρίως]] [[κατά]] τα [[Λήναια]]. Η λ. δήλωνε [[επίσης]] και το ίδιο το [[τραγούδι]] της γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «[[χοίρος]]» λόγω της κραυγής του ζώου. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>iacchus</i> ([[πρβλ]]. [[ίακχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιάκχα]], [[ιακχάζω]], [[ιακχαίος]], [[ιακχείον]], [[ιακχιαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιακχαγωγός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴακχος:''' (ῐα) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[крик]], [[вопль]], [[оплакивание]] (νεκρῶν Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[гимн в честь Иакха]] (Вакха) (ὁ μυστικὸς ἴ. Her.).
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου). Ἀπό τό [[ἰάχω]] (=[[κραυγάζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:10, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴακχος Medium diacritics: ἴακχος Low diacritics: ίακχος Capitals: ΙΑΚΧΟΣ
Transliteration A: íakchos Transliteration B: iakchos Transliteration C: iakchos Beta Code: i)/akxos

English (LSJ)

ὁ, (Ἴακχος) used by the tyrant Dionysius for χοῖρος, Athanis 1 (= Dionys.Trag. 12).

German (Pape)

[Seite 1232] ὁ, s. nom. pr. Nach Ath. III, 98 d nannte Dionysius in Sicilien das Schwein so.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hymne en l'honneur d'Iakkhos.
Étymologie: ἰακχή.

Greek Monolingual

ο (Α ἴακχος)
νεοελλ.
πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Ν. Αμερικής
αρχ.
1. ως κύριο όν. ο Ίακχος
α) μυστικό όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», Αριστοφ.)
β) η τελετή προς τιμή του Βάκχου («ὅταν ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική πομπή, Πλούτ.)
2. (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν προς τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν εἶναι τὸν μυστικόν ἴακχον», Ηρόδ.
β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», Ευρ.)
3. χορός
4. (κατά τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαχή, ιάχω, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. τίτθη), που αρχικά μαρτυρείται στην κλητική (Ίακχε), επίκληση του Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα κυρίως κατά τα Λήναια. Η λ. δήλωνε επίσης και το ίδιο το τραγούδι της γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «χοίρος» λόγω της κραυγής του ζώου. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. iacchus (πρβλ. ίακχος).
ΠΑΡ. αρχ. ιάκχα, ιακχάζω, ιακχαίος, ιακχείον, ιακχιαστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιακχαγωγός].

Russian (Dvoretsky)

ἴακχος: (ῐα) ὁ
1 крик, вопль, оплакивание (νεκρῶν Eur.);
2 гимн в честь Иакха (Вакха) (ὁ μυστικὸς ἴ. Her.).

Mantoulidis Etymological

(=ὄνομα τοῦ Βάκχου). Ἀπό τό ἰάχω (=κραυγάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.