μαγειρικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mageirikos
|Transliteration C=mageirikos
|Beta Code=mageiriko/s
|Beta Code=mageiriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for a cook]] or [[cookery]], ῥημάτια <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>216</span>; νόμοι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Min.</span>316e</span>; πῦρ <span class="bibl">Arist. <span class="title">Spir.</span>485a35</span>; κοπίς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>2</span>; τάβλια <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>104.4</span> (iii A.D.); <b class="b3">σκεύη, τράπεζα</b>, <span class="bibl">Ath.4.169b</span>, <span class="bibl">173a</span>; <b class="b3">ἡ μαγειρικὴ τέχνη</b> [[cookery]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>332c</span>, <span class="bibl">Athenio 1.1</span>; ἡ μ. ἐμπειρία <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>500b</span>; <b class="b3">-κή</b> alone, <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>289a</span>, <span class="bibl">Dionys.Com.2.30</span>, etc. Adv. -<b class="b3">κῶς, ἐσκευασμένη τροφή</b>, opp. <b class="b3">ὠμή</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of persons, [[skilled in cookery]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>178d</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> <b class="b2">in a cook-like way, like a true 'artist'</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1015</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>376</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pax</span> 1017</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">μαγειρικόν, τό,</b> = [[μαγειρεῖον]], <span class="title">IG</span>14.352i71 (but, [[expenses of dressing meat]], 22.334.28). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b3">μαγειρική, ἡ</b>, either the [[meat-trade]], or [[tax on butchers]], [[PZen]]. in <span class="title">Arch.Pap.</span>8.79 (iii B.C.), <span class="title">PUniu.Giss.</span>2.5 (ii B.C.).</span>
|Definition=μαγειρική, μαγειρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for a cook]] or [[fit for cookery]], [[ῥημάτιον|ῥημάτια]] Ar.Eq.216; [[νόμος|νόμοι]] Pl.Min.316e; [[πῦρ]] Arist. Spir.485a35; [[κοπίς]] Plu.Lyc.2; [[ταβλίον|τάβλια]] PFay.104.4 (iii A.D.); [[σκεύη]], [[τράπεζα]], Ath.4.169b, 173a; ἡ [[μαγειρικὴ τέχνη]] = [[cookery]], [[culinary art]] Pl.R.332c, Athenio 1.1; ἡ μαγειρικὴ [[ἐμπειρία]] Pl.Grg.500b; ἡ [[μαγειρική]] alone, Id.Plt.289a, Dionys.Com.2.30, etc. Adv. [[μαγειρικῶς]], ἐσκευασμένη [[τροφή]], opp. [[ὠμός|ὠμή]], S.E.P.1.56.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[skilled in cookery]], Pl.Tht.178d. Adv. [[μαγειρικῶς]] = [[in a cook-like way]], like a [[true]] [[artist]], Ar.Ach.1015, Eq.376, Pax 1017.<br><span class="bld">3</span> [[μαγειρικόν]], τό, = [[μαγειρεῖον]], IG14.352i71 (but, [[expenses of dressing meat]], 22.334.28).<br><span class="bld">4</span> [[μαγειρική]], ἡ, either the [[meat]]-[[trade]], or [[tax]] on [[butcher]]s, PZen. in Arch.Pap.8.79 (iii B.C.), PUniu.Giss.2.5 (ii B.C.).
}}
{{ls
|lstext='''μᾰγειρικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. [[Μίνως]] 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, [[τράπεζα]], Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῑσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]] Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. [[ἐμπειρία]] ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, [[μετὰ]] μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de cuisine <i>ou</i> de cuisinier.<br />'''Étymologie:''' [[μάγειρος]].
|btext=ή, όν :<br />de cuisine <i>ou</i> de cuisinier.<br />'''Étymologie:''' [[μάγειρος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum Koch, zum [[Kochen]] [[gehörig]]</i>; ῥημάτια, Ar. <i>Eq</i>. 216; [[σκεύη]], Ath. IV.169; [[κοπίς]], Plut. <i>Lycurg</i>. 2; ἡ μαγειρική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], <i>die [[Kochkunst]]</i>, Plat. <i>Polit</i>. 289a, wie μαγειρικὴ [[ἐμπειρία]], <i>Gorg</i>. 500b; [[διδασκαλία]], ein Buch des Rhodiers Parmenon über die [[Kochkunst]], Ath. VII.308f. – <i>in der Kostkunft [[erfahren]]</i>, Plat. <i>Theag</i>. 125c.<br><b class="num">• Adv.</b> [[μαγειρικῶς]], Ar. <i>Eq</i>. 326, <i>Ach</i>. 979; μ. ἐσκευασμένη [[τροφή]] der ὠμή entggstzt, S.Emp. <i>pyrrh</i>. 1.56.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[знаток поварского искусства]] Plat.<br />поварской или кухонный (ῥημάτια Arph.; νόμοι, [[τέχνη]] Plat.; [[κοπίς]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''μᾰγειρικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. [[Μίνως]] 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, [[τράπεζα]], Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]] Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. [[ἐμπειρία]] ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, μετὰ μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγειρικός]], -ή, -όν) [[μάγειρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο [[μαγείρεμα]] ή στο [[μαγειρείο]] (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό [[άλας]]» — το [[αλάτι]] που χρησιμοποιείται για το [[άρτυμα]] τών φαγητών)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μαγειρική]]<br />η [[εμπειρία]] και η [[τέχνη]] παρασκευής φαγητών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> η [[σειρά]] τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην [[επεξεργασία]] τών τροφίμων για την [[παρασκευή]] τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη [[διατροφή]] του ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη [[γεύση]] του<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] στη [[μαγειρική]], [[επιτήδειος]] στο [[μαγείρεμα]] («τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῡ ὄντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) το [[εμπόριο]] του κρέατος<br />β) [[φόρος]] που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαγειρικόν</i><br />α) το [[μαγειρείο]]<br />β) οι δαπάνες για την [[παρασκευή]] φαγητού από [[κρέας]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαγειρικά</i><br />η [[μαγειρική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγειρικῶς</i> (Α)<br />με μαγειρικὸ τρόπο, με [[μαγειρική]] [[επιτηδειότητα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγειρικός]], -ή, -όν) [[μάγειρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο [[μαγείρεμα]] ή στο [[μαγειρείο]] (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό [[άλας]]» — το [[αλάτι]] που χρησιμοποιείται για το [[άρτυμα]] τών φαγητών)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μαγειρική]]<br />η [[εμπειρία]] και η [[τέχνη]] παρασκευής φαγητών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> η [[σειρά]] τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην [[επεξεργασία]] τών τροφίμων για την [[παρασκευή]] τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη [[διατροφή]] του ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη [[γεύση]] του<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] στη [[μαγειρική]], [[επιτήδειος]] στο [[μαγείρεμα]] («τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῦ ὄντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) το [[εμπόριο]] του κρέατος<br />β) [[φόρος]] που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαγειρικόν</i><br />α) το [[μαγειρείο]]<br />β) οι δαπάνες για την [[παρασκευή]] φαγητού από [[κρέας]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαγειρικά</i><br />η [[μαγειρική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγειρικῶς</i> (Α)<br />με μαγειρικὸ τρόπο, με [[μαγειρική]] [[επιτηδειότητα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγειρικός:''' -ή, -όν ([[μάγειρος]]), [[κατάλληλος]] για μάγειρα ή για [[μαγειρική]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]], η [[τέχνη]] της μαγειρικής, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο ενός μάγειρα ως πραγματικού «καλλιτέχνη», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μᾰγειρικός:''' -ή, -όν ([[μάγειρος]]), [[κατάλληλος]] για μάγειρα ή για [[μαγειρική]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]], η [[τέχνη]] της μαγειρικής, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο ενός μάγειρα ως πραγματικού «καλλιτέχνη», σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ знаток поварского искусства Plat.<br />поварской или кухонный (ῥημάτια Arph.; νόμοι, [[τέχνη]] Plat.; [[κοπίς]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρικός Medium diacritics: μαγειρικός Low diacritics: μαγειρικός Capitals: ΜΑΓΕΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mageirikós Transliteration B: mageirikos Transliteration C: mageirikos Beta Code: mageiriko/s

English (LSJ)

μαγειρική, μαγειρικόν,
A fit for a cook or fit for cookery, ῥημάτια Ar.Eq.216; νόμοι Pl.Min.316e; πῦρ Arist. Spir.485a35; κοπίς Plu.Lyc.2; τάβλια PFay.104.4 (iii A.D.); σκεύη, τράπεζα, Ath.4.169b, 173a; ἡ μαγειρικὴ τέχνη = cookery, culinary art Pl.R.332c, Athenio 1.1; ἡ μαγειρικὴ ἐμπειρία Pl.Grg.500b; ἡ μαγειρική alone, Id.Plt.289a, Dionys.Com.2.30, etc. Adv. μαγειρικῶς, ἐσκευασμένη τροφή, opp. ὠμή, S.E.P.1.56.
2 of persons, skilled in cookery, Pl.Tht.178d. Adv. μαγειρικῶς = in a cook-like way, like a true artist, Ar.Ach.1015, Eq.376, Pax 1017.
3 μαγειρικόν, τό, = μαγειρεῖον, IG14.352i71 (but, expenses of dressing meat, 22.334.28).
4 μαγειρική, ἡ, either the meat-trade, or tax on butchers, PZen. in Arch.Pap.8.79 (iii B.C.), PUniu.Giss.2.5 (ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cuisine ou de cuisinier.
Étymologie: μάγειρος.

German (Pape)

zum Koch, zum Kochen gehörig; ῥημάτια, Ar. Eq. 216; σκεύη, Ath. IV.169; κοπίς, Plut. Lycurg. 2; ἡ μαγειρική, sc. τέχνη, die Kochkunst, Plat. Polit. 289a, wie μαγειρικὴ ἐμπειρία, Gorg. 500b; διδασκαλία, ein Buch des Rhodiers Parmenon über die Kochkunst, Ath. VII.308f. – in der Kostkunft erfahren, Plat. Theag. 125c.
• Adv. μαγειρικῶς, Ar. Eq. 326, Ach. 979; μ. ἐσκευασμένη τροφή der ὠμή entggstzt, S.Emp. pyrrh. 1.56.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγειρικός: IIзнаток поварского искусства Plat.
поварской или кухонный (ῥημάτια Arph.; νόμοι, τέχνη Plat.; κοπίς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγειρικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. Μίνως 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, τράπεζα, Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ τέχνη Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. ἐμπειρία ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, μετὰ μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαγειρικός, -ή, -όν) μάγειρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» — το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών)
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική
η εμπειρία και η τέχνη παρασκευής φαγητών
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.
1. η σειρά τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην επεξεργασία τών τροφίμων για την παρασκευή τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη γεύση του
2. βιβλίο που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών
αρχ.
1. (για πρόσ.) έμπειρος στη μαγειρική, επιτήδειος στο μαγείρεμα («τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῦ ὄντος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) το εμπόριο του κρέατος
β) φόρος που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαγειρικόν
α) το μαγειρείο
β) οι δαπάνες για την παρασκευή φαγητού από κρέας
γ) στον πληθ. τὰ μαγειρικά
η μαγειρική.
επίρρ...
μαγειρικῶς (Α)
με μαγειρικὸ τρόπο, με μαγειρική επιτηδειότητα.

Greek Monotonic

μᾰγειρικός: -ή, -όν (μάγειρος), κατάλληλος για μάγειρα ή για μαγειρική, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ μαγειρικὴ τέχνη, η τέχνη της μαγειρικής, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο ενός μάγειρα ως πραγματικού «καλλιτέχνη», σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μᾰγειρικός, ή, όν μάγειρος
fit for a cook or cookery, Ar., etc.:— ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Plat.:—adv. -κῶς, in a cook-like way, like a true "artist, " Ar.

English (Woodhouse)

of a cook

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)