Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρτίστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artistomos
|Transliteration C=artistomos
|Beta Code=a)rti/stomos
|Beta Code=a)rti/stomos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[speaking in good idiom]], or [[speaking with precision]], Plu.''Cor.''38, Suid. Adv. [[ἀρτιστόμως]] Poll.6.150.<br><span class="bld">II</span> [[with a good mouth]] or [[with a good opening]], κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀρτίστομα βέλεα</b> [[evenly tipped]] [[arrow]]s, i.e. [[not sharp]] or [[not jagged]] (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.''VC''11; so ἀρτίστομος [[ξοΐς]] = [[plain]] [[chisel]] (not [[toothed]]), ''IG''7.3073.148 (Lebad.).
|Definition=ἀρτίστομον,<br><span class="bld">A</span> [[speaking in good idiom]], or [[speaking with precision]], Plu.''Cor.''38, Suid. Adv. [[ἀρτιστόμως]] Poll.6.150.<br><span class="bld">II</span> [[with a good mouth]] or [[with a good opening]], κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀρτίστομα βέλεα</b> [[evenly tipped]] [[arrow]]s, i.e. [[not sharp]] or [[not jagged]] (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.''VC''11; so ἀρτίστομος [[ξοΐς]] = [[plain]] [[chisel]] (not [[toothed]]), ''IG''7.3073.148 (Lebad.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίστομος Medium diacritics: ἀρτίστομος Low diacritics: αρτίστομος Capitals: ΑΡΤΙΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: artístomos Transliteration B: artistomos Transliteration C: artistomos Beta Code: a)rti/stomos

English (LSJ)

ἀρτίστομον,
A speaking in good idiom, or speaking with precision, Plu.Cor.38, Suid. Adv. ἀρτιστόμως Poll.6.150.
II with a good mouth or with a good opening, κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6.
III ἀρτίστομα βέλεα evenly tipped arrows, i.e. not sharp or not jagged (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.VC11; so ἀρτίστομος ξοΐς = plain chisel (not toothed), IG7.3073.148 (Lebad.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. de recta pronunciación, a quien no se le traba la lengua Plu.Cor.38, Ael.Fr.315, cf. Dionysius (?) en Sud.
2 náut. de buena boca o entrada λιμήν Str.17.1.6, κόλπος Str.5.4.5.
3 de punta o filo limpio e.d. sin hendiduras o sin mellas βέλεα Hp.VC 11, cf. Gal.19.86.
II adv. ἀρτιστόμως = con correcta pronunciación Poll.6.150.

German (Pape)

[Seite 362] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, κόλπος Strab. 5, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prononce bien, qui articule nettement.
Étymologie: ἄρτι, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίστομος: хорошо изъясняющийся, ясный (διάλεκτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίστομος: -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν ἰδίωμα ἢ μετὰ σαφηνείας ἤτοι ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω Διονύσιος» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν στόμιον, εἴσοδον, κόλπος ἀγχιβαθὴς καὶ ἀρτίστομος Στράβ. 244· ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ ἀμφίστομος. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ βέλος ἄνευ ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι μάλιστα τὸ ὀστέον... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα πανταχόθεν ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442.

Greek Monolingual

ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].

Greek Monotonic

ἀρτίστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά σε καλό ιδίωμα ή με ακρίβεια, με σαφήνεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

στόμα
speaking in good idiom, or with precision, Plut.