Ῥοδιακός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Rodiakos | |Transliteration C=Rodiakos | ||
|Beta Code=*(rodiako/s | |Beta Code=*(rodiako/s | ||
|Definition= | |Definition=Ῥοδιακή, Ῥοδιακόν, [[Rhodian]], [[of Rhodes]], Str.2.5.14:—[[Ῥοδιακόν]] (''[[sc.]]'' [[σκύφος]]), τό, [[Rhodian]] [[cup]], a kind of [[cup]] made at [[Rhodes]], Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Arist.Fr.110; [[Ῥοδιακή]] alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and [[Ῥοδιάς]], άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de Rhodes]], [[rhodien]].<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ῥοδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 [[ὡσαύτως]] Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. [[σκύφος]]), τό, [[εἶδος]] ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ. | |lstext='''Ῥοδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 [[ὡσαύτως]] Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. [[σκύφος]]), τό, [[εἶδος]] ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ῥοδιακός:''' -ή, -όν ([[Ῥόδος]]), Ρόδιος, [[Ροδίτης]], αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, [[Ῥόδιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[Ῥόδος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | |lsmtext='''Ῥοδιακός:''' -ή, -όν ([[Ῥόδος]]), Ρόδιος, [[Ροδίτης]], αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, [[Ῥόδιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[Ῥόδος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen. | |mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
Ῥοδιακή, Ῥοδιακόν, Rhodian, of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, Rhodian cup, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.
Russian (Dvoretsky)
Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.
Greek Monotonic
Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, -α, -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Middle Liddell
Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.