παραρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pararripto
|Transliteration C=pararripto
|Beta Code=pararri/ptw
|Beta Code=pararri/ptw
|Definition=later παρα-έω <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>83(84).10</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.51</span>, and in late Poets παρᾰρίπτω, <span class="title">AP</span>9.174,441 (both Pall.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[throw]], [[cast]]: metaph., [[run the risk]] of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων ὀνείδη <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1493</span> codd. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc. rei, [[hazard]], λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν ἐμπολὰς μακράς <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>555.5</span>; <b class="b3">π. σώματα τοῖς κινδύνοις</b> [[expose]] them... <span class="bibl">D.S.13.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[throw down]] or [[aside]], ὀστέα καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες Alciphr. [[l.c.]], cf. <span class="title">AP</span>6.74 (Agath.):—more freq. in Pass., παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>83(84).10</span>; τῆς θυγατρὸς παρερριμμένης <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 19.2.4</span>, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.229c</span>, <span class="title">AP</span>9.174,441 (both Pall.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[utter]], in Pass., <b class="b3">οὐ μάτην αὐτῷ παρέρριπται τὸ εἰπεῖν</b> Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.3</span>. [[admit]], τινὰ ἐπὶ ἱερατείαν [[LXX]] 1 <span class="title">Ki.</span>2.36.</span>
|Definition=later [[παραρριπτέω]] [[LXX]] ''Ps.''83(84).10, Alciphr.3.51, and in late Poets παρᾰρίπτω, ''AP''9.174,441 (both Pall.):—<br><span class="bld">A</span> [[throw]], [[cast]]: metaph., [[run the risk]] of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων ὀνείδη S.''OT''1493 codd.<br><span class="bld">2</span> c. acc. rei, [[hazard]], λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν ἐμπολὰς μακράς Id.''Fr.''555.5; <b class="b3">π. σώματα τοῖς κινδύνοις</b> [[expose]] them... D.S.13.79.<br><span class="bld">II</span> [[throw down]] or [[aside]], ὀστέα καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες Alciphr. [[l.c.]], cf. ''AP''6.74 (Agath.):—more freq. in Pass., παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ [[LXX]] ''Ps.''83(84).10; τῆς θυγατρὸς παρερριμμένης J.''AJ'' 19.2.4, cf. Jul.''Or.''7.229c, ''AP''9.174,441 (both Pall.).<br><span class="bld">2</span> [[utter]], in Pass., <b class="b3">οὐ μάτην αὐτῷ παρέρριπται τὸ εἰπεῖν</b> Sch.Pi.''P.''1.3. [[admit]], τινὰ ἐπὶ ἱερατείαν [[LXX]] 1 ''Ki.''2.36.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρρίπτω Medium diacritics: παραρρίπτω Low diacritics: παραρρίπτω Capitals: ΠΑΡΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: pararríptō Transliteration B: pararriptō Transliteration C: pararripto Beta Code: pararri/ptw

English (LSJ)

later παραρριπτέω LXX Ps.83(84).10, Alciphr.3.51, and in late Poets παρᾰρίπτω, AP9.174,441 (both Pall.):—
A throw, cast: metaph., run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων ὀνείδη S.OT1493 codd.
2 c. acc. rei, hazard, λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν ἐμπολὰς μακράς Id.Fr.555.5; π. σώματα τοῖς κινδύνοις expose them... D.S.13.79.
II throw down or aside, ὀστέα καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες Alciphr. l.c., cf. AP6.74 (Agath.):—more freq. in Pass., παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ LXX Ps.83(84).10; τῆς θυγατρὸς παρερριμμένης J.AJ 19.2.4, cf. Jul.Or.7.229c, AP9.174,441 (both Pall.).
2 utter, in Pass., οὐ μάτην αὐτῷ παρέρριπται τὸ εἰπεῖν Sch.Pi.P.1.3. admit, τινὰ ἐπὶ ἱερατείαν LXX 1 Ki.2.36.

French (Bailly abrégé)

jeter devant ; (s.e. ἑαυτόν) s'exposer à : τίς παραρρίψει λαμβάνων ; SOPH qui s'exposera à accepter (tant d'opprobres) ?
Étymologie: παρά, ῥίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ρρίπτω, later παραρίπτω blootstellen aan; abs.: τίς παραρρίψει ( sc. ἑαυτόν )... τοιαῦτα ὀνείδη λαμβάνων; wie zal zich eraan blootstellen, dat hij zulke smadelijke verwijten krijgt? Soph. OT 1493. wegwerpen.

German (Pape)

daneben-, wegwerfen, Agath. 27 (VI.74). Dah. verachten, τὸν πρὶν ἐν εὐχωλαῖς νῦν παραριπτόμενον, Pallad. 133 (IX.441); vorwerfen, bes. der Gefahr aussetzen, Soph. frg. 499; τὰ σώματα τοῖς κινδύνοις, DS. 13.79. Aber Soph. O.R. 1493, τίς παραρρίψει τοιαῦτ' ὀνείδη λαμβάνων, erkl. der Schol. τίς λαμβάνων ὑμᾶς εἰς γυναῖκας παρόψεται τοιαῦτ' ὀνείδη, sich vor Augen stellen; Andere erkl. als fehle ἑαυτόν, wer wird es wagen ?

Russian (Dvoretsky)

παραρρίπτω: поэт. тж. παραρίπτω
1 отбрасывать прочь, бросать (τι и τινά Anth.);
2 подвергать (τὸ σῶμα τοῖς κινδύνοις Diod.): π. τι λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαίσιν Soph. отчаянно рисковать чем-л.;
3 подвергать себя: τίς παραρρίψει τοιαῦτ᾽ ὀνείδη λαμβάνων; Soph. кто станет обрекать себя на подобный позор?

Greek Monolingual

ΝΑ, παραρριπτῶ, -έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν
ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ
νεοελλ.
1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και το έκανες λύσσα»)
2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον άλλο, παραβγαίνω στη ρίψη («παραρίχνουμε λιθάρι»)
3. φρ. «το παράριξε έξω» — παρεμέλησε την κύρια εργασία του και ασχολείται με άλλα και ιδίως με διασκεδάσεις
αρχ.
1. ρίχνω κοντά σε κάτι
2. μτφ. α) ριψοκινδυνεύω
β) διακινδυνεύω
4. τοποθετώ κάποιον κάπου χαριστικά
5. παθ. (για λόγο) παραρρίπτομαι
εκστομίζομαι, βγαίνω από το στόμα.

Greek Monotonic

παραρρίπτω: έπειτα -έω, ρίχνω πλησίον· μεταφ., παίρνω το ρίσκο να κάνω κάτι· με μτχ., παραρρίπτω λαμβάνων, σε Σοφ.· πετώ κατά μέρος, απορρίπτω, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παραρρίπτω: μεταγεν. -έω, καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς παραρρίπτω (Ἀνθ. Π. 9.174, 441)· - ῥίπτω πλησίον· μεταφορ., διατρέχω τὸν κίνδυνον νὰ πράξω τι (πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ), μετὰ μετοχ., π. λαμβάνων ὀνείδη Σοφ. Ο. Τ. 1493. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., διακινδυνεύω, ἐμπολὰς λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· π. σώματα κινδύνῳ, ἐκτίθημι εἰς κίνδυνον …, Διόδ. 13.79. ΙΙ. ῥίπτω κατὰ μέρος, Ἀνθολ. Π. 6.74., 9.174· ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, αὐτόθι 9. 441. ΙΙΙ. προστίθημι, τινί τι Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 1· παραδέχομαι, τινὰ εἴς τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 38). - Πρβλ. ἀναρρίπτω, παραβάλλομαι.

Middle Liddell

later -έω
to throw beside: metaph. to run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων Soph.: to throw aside, reject, Anth.