συνεπιστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepistrefo
|Transliteration C=synepistrefo
|Beta Code=sunepistre/fw
|Beta Code=sunepistre/fw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turn at the same time</b>, τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>617c</span>:—Pass., -ομένου τοῦ ἄξονος Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.9.27</span>; of one being massaged, Gal.6.177. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">help to make attentive</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>14</span>; <b class="b3">πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν</b> <b class="b2">turn towards them also</b>, Id.2.542c, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">twist together</b> like strands, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>84d</span>:—Pass., <b class="b3">πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν</b> <b class="b2">to be intertwined</b> in their characters with a view to... <span class="bibl">Plu. <span class="title">Comp.Lyc.Num.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> intr., <b class="b2">turn jointly towards</b>, πρὸς ἀλλήλας <span class="bibl">Id.<span class="title">Num.</span>13</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[turn at the same time]], τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 617c:—Pass., -ομένου τοῦ ἄξονος Heliod. ap. Orib.49.9.27; of one being massaged, Gal.6.177.<br><span class="bld">2</span> [[help to make attentive]], Plu.''Num.''14; <b class="b3">πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν</b> [[turn towards them also]], Id.2.542c, etc.<br><span class="bld">II</span> [[twist together]] like strands, Pl.''Ti.''84d:—Pass., <b class="b3">πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν</b> to [[be intertwined]] in their characters with a view to... Plu. ''Comp.Lyc.Num.''4.<br><span class="bld">III</span> intr., [[turn jointly towards]], πρὸς ἀλλήλας Id.''Num.''13.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> aider à tourner vers soi, <i>càd</i> à rendre attentif ; <i>fig.</i> attirer vers soi l'attention de, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> se tourner <i>ou</i> s'appliquer : τοῖς ἤθεσι PLUT de toute la force de son caractère à qch;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se tourner <i>ou</i> se retourner ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επιστρέφω met acc. tegelijk doen ronddraaien; Plat. Resp. 617c; in elkaar draaien. Plat. Tim. 84d. overdr. helpen aandachtig te maken; Plut. Num. 14.5; naar elkaar toebuigen, met acc. en πρός + acc..; Plut. Num. 13.5; pass.. τοῖς ἤθεσιν qua karakter dicht bij elkaar worden gebracht Plut. Num. 26.5. intrans. samen naar binnen draaien:. σ. πρὸς ἀλλήλας naar elkaar toe draaien Plut. Num. 13.9.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit od. [[zugleich]] hinkehren, [[umkehren]]</i>; τὴν Κλωθὼ συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν [[ἔξω]] περιφοράν, Plat. <i>Rep</i>. X.617c; <i>Tim</i>. 84d; übertragen, <i>mit [[aufmerksam]] [[machen]]</i>, Plut. <i>Num</i>. 14. – Auch intr., <i>sich mit [[umkehren]]</i>, Plut. <i>Num</i>. 13 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιστρέφω:'''<br /><b class="num">1</b> [[одновременно поворачивать]], [[вращать]] (τὴν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.): πρὸς ἓν [[τέλος]] συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. всеми помыслами устремляться к одной цели;<br /><b class="num">2</b> [[поворачиваться]]: γραμμαὶ συνεπιστρέφουσαι πρὸς ἀλλήλας Plut. соединяющиеся друг с другом линии;<br /><b class="num">3</b> [[обращать внимание]], [[привлекать]] (τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτόν Plut.): ἡ φωνὴ συνεπιστρέφουσα Plut. возглас, призывающий к вниманию.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[επίσης]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[καθιστώ]] προσεκτικό («συνοικειοῦν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πνεῦμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> στρέφομαι ταυτόχρονα [[προς]] ένα [[σημείο]] («κεραῖαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] [[ὁμοῦ]], Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[στρέφω]] [[πρός]] τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν [[τέλος]] ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι [[ὁμοῦ]] [[πρός]] τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.
|lstext='''συνεπιστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] [[ὁμοῦ]], Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[στρέφω]] [[πρός]] τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν [[τέλος]] ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι [[ὁμοῦ]] [[πρός]] τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> aider à tourner vers soi, <i>càd</i> à rendre attentif ; <i>fig.</i> attirer vers soi l’attention de, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> se tourner <i>ou</i> s’appliquer : τοῖς ἤθεσι PLUT de toute la force de son caractère à qch;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se tourner <i>ou</i> se retourner ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστρέφω]].
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[turn]] at the [[same]] [[time]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[help]] to make [[attentive]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιστρέφω Medium diacritics: συνεπιστρέφω Low diacritics: συνεπιστρέφω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synepistréphō Transliteration B: synepistrephō Transliteration C: synepistrefo Beta Code: sunepistre/fw

English (LSJ)

A turn at the same time, τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν Pl.R. 617c:—Pass., -ομένου τοῦ ἄξονος Heliod. ap. Orib.49.9.27; of one being massaged, Gal.6.177.
2 help to make attentive, Plu.Num.14; πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν turn towards them also, Id.2.542c, etc.
II twist together like strands, Pl.Ti.84d:—Pass., πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν to be intertwined in their characters with a view to... Plu. Comp.Lyc.Num.4.
III intr., turn jointly towards, πρὸς ἀλλήλας Id.Num.13.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 aider à tourner vers soi, càd à rendre attentif ; fig. attirer vers soi l'attention de, acc.;
2 Pass. se tourner ou s'appliquer : τοῖς ἤθεσι PLUT de toute la force de son caractère à qch;
II. intr. se tourner ou se retourner ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπιστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιστρέφω met acc. tegelijk doen ronddraaien; Plat. Resp. 617c; in elkaar draaien. Plat. Tim. 84d. overdr. helpen aandachtig te maken; Plut. Num. 14.5; naar elkaar toebuigen, met acc. en πρός + acc..; Plut. Num. 13.5; pass.. τοῖς ἤθεσιν qua karakter dicht bij elkaar worden gebracht Plut. Num. 26.5. intrans. samen naar binnen draaien:. σ. πρὸς ἀλλήλας naar elkaar toe draaien Plut. Num. 13.9.

German (Pape)

mit od. zugleich hinkehren, umkehren; τὴν Κλωθὼ συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφοράν, Plat. Rep. X.617c; Tim. 84d; übertragen, mit aufmerksam machen, Plut. Num. 14. – Auch intr., sich mit umkehren, Plut. Num. 13 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

συνεπιστρέφω:
1 одновременно поворачивать, вращать (τὴν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.): πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. всеми помыслами устремляться к одной цели;
2 поворачиваться: γραμμαὶ συνεπιστρέφουσαι πρὸς ἀλλήλας Plut. соединяющиеся друг с другом линии;
3 обращать внимание, привлекать (τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτόν Plut.): ἡ φωνὴ συνεπιστρέφουσα Plut. возглас, призывающий к вниманию.

Greek Monolingual

Α ἐπιστρέφω
1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.)
2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τον καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῦν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
3. συστρέφω, περιστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸ πνεῦμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», Πλάτ.)
4. στρέφομαι ταυτόχρονα προς ένα σημείο («κεραῖαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συνεπιστρέφω: μέλ. -ψω,
1. στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω μαζί, σε Πλάτ.
2. καθιστώ κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω ὁμοῦ, Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ στρέφω πρός τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν τέλος ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι ὁμοῦ πρός τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to turn at the same time, Plat.
2. to help to make attentive, Plut.