πολύρριζος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyrrizos | |Transliteration C=polyrrizos | ||
|Beta Code=polu/rrizos | |Beta Code=polu/rrizos | ||
|Definition= | |Definition=πολύρριζον,<br><span class="bld">A</span> [[with many roots]], Id.''HP''9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); [[full of roots]], γῆ ''Gp.''3.10.8.<br><span class="bld">2</span> [[bearing many]] [[ῥίζαι]], i.e. [[fertile in herbs]]. Str.5.3.6,15.1.22.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[firmly rooted]], πολιτεία Plu.2.787f.<br><span class="bld">4</span> [[fibrous]], of tissue in malignant disease, Hp. ''Mul.''2.156.<br><span class="bld">II</span> [[πολύρριζον]], τό, = [[ἑλλέβορος μέλας]], Dsc.4.162.<br><span class="bld">2</span> = [[πτερίς]], ib.184.<br><span class="bld">3</span> = [[ἐπιμήδιον]], Ps.-Dsc.4.19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[aux nombreuses racines]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥίζα]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit vielen [[Wurzeln]]</i>; Theophr.; [[θάμνος]], Anyte 23 (<i>APP</i> 6). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύρριζος:''' [[со многими корнями]] ([[θάμνος]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πολύρριζος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6. ΙΙ. πολύρριζον, τό, συνώνυμ. τῷ [[ἐπιμήδιον]], Διοσκ. 4. 19. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πολύριζος]], -η, -ο / [[πολύρριζος]] και [[πολύριζος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[γόνιμος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για γη) ο [[γεμάτος]] ρίζες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ιστό σε κακοήθη [[ασθένεια]]) [[ινώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύρριζον</i><br />α) το [[φυτό]] [[ελλέβορος]]<br />β) το [[φυτό]] [[επιμήδιο]]<br />γ) το [[φυτό]] πτέριδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[βαθύρριζος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που έχει πολλές ρίζες, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολύρ-ριζος, ον, [[ῥίζα]]<br />with [[many]] roots, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύρριζον,
A with many roots, Id.HP9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); full of roots, γῆ Gp.3.10.8.
2 bearing many ῥίζαι, i.e. fertile in herbs. Str.5.3.6,15.1.22.
3 metaph., firmly rooted, πολιτεία Plu.2.787f.
4 fibrous, of tissue in malignant disease, Hp. Mul.2.156.
II πολύρριζον, τό, = ἑλλέβορος μέλας, Dsc.4.162.
2 = πτερίς, ib.184.
3 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses racines.
Étymologie: πολύς, ῥίζα.
German (Pape)
mit vielen Wurzeln; Theophr.; θάμνος, Anyte 23 (APP 6).
Russian (Dvoretsky)
πολύρριζος: со многими корнями (θάμνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύρριζος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6. ΙΙ. πολύρριζον, τό, συνώνυμ. τῷ ἐπιμήδιον, Διοσκ. 4. 19.
Greek Monolingual
και πολύριζος, -η, -ο / πολύρριζος και πολύριζος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες
2. (για έδαφος) γόνιμος
μσν.-αρχ.
(για γη) ο γεμάτος ρίζες
αρχ.
1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης
2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον
α) το φυτό ελλέβορος
β) το φυτό επιμήδιο
γ) το φυτό πτέριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύρριζος].
Greek Monotonic
πολύρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που έχει πολλές ρίζες, σε Ανθ.