σωφρονικός: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sofronikos | |Transliteration C=sofronikos | ||
|Beta Code=swfroniko/s | |Beta Code=swfroniko/s | ||
|Definition= | |Definition=σωφρονική, σωφρονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[naturally temperate]], [[self-controlled]], of persons, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.9, Arist.''Rh.''1390a14, ''EN''1144b5, etc.; <b class="b3">οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι</b> (ironically) ''Stoic.''1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.''Tim.''54. Adv. [[σωφρονικῶς]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''545, Sor.1.33: Comp. σωφρονικώτερον Ath.10.426c.<br><span class="bld">2</span> of things, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.''Fr.''18Bp.104 H.; <b class="b3">τὸ σ.</b> [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.10.5, cf. Metrod.''Herc.''831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.''Mus.'' p.50 K. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σωφρονικός -ή -όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
σωφρονική, σωφρονικόν,
A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh.1390a14, EN1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54. Adv. σωφρονικῶς Ar.Eq.545, Sor.1.33: Comp. σωφρονικώτερον Ath.10.426c.
2 of things, Pl.Plt. 307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18Bp.104 H.; τὸ σ. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50 K.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à la modération.
Étymologie: σώφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονικός -ή -όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονικός: благоразумный, умеренный, сдержанный, уравновешенный, скромный Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σώφρων, -ονος]
1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός
2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν
η σωφροσύνη, η φρονιμάδα.
επίρρ...
σωφρονικῶς Α
με σωφροσύνη, με φρονιμάδα.
Greek Monotonic
σωφρονικός: -ή, -όν (σώφρων), αυτός που είναι σώφρων από τη φύση του, μετριοπαθής, φρόνιμος, νηφάλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονικός: -ή, -όν, ὁ φύσει σώφρων, μέτριος, νηφάλιος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· σεμνότης, ἔθος Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
Middle Liddell
σωφρονικός, ή, όν σώφρων
naturally temperate, moderate, sober, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.