μεθάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=methallomai
|Transliteration C=methallomai
|Beta Code=meqa/llomai
|Beta Code=meqa/llomai
|Definition=used by Hom. only in Ep. aor. part. <b class="b3">μετάλμενος</b>:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leap, rush upon</b>, of warriors, οὔτασε . . μετάλμενος ὀξέϊ δουρί <span class="bibl">Il.5.336</span>; οὔτασε δουρὶ μ. <span class="bibl">14.443</span>; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε <span class="bibl">13.362</span>; of a lion, ἥρπαξε μ. <span class="bibl">12.305</span>, cf. <span class="bibl">Hld.10.30</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">rush after</b>, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. <span class="bibl">Il.23.345</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">leap from</b> one ship <b class="b2">to another</b> in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.120</span>; <b class="b2">spring from side to side, hither and thither</b>, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον <span class="bibl">Bion <span class="title">Fr.</span>10.6</span>, cf. <span class="bibl">Hld.6.14</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>22.269c</span>.</span>
|Definition=used by Hom. only in Ep. aor. part. [[μετάλμενος]]:—<br><span class="bld">A</span> [[leap]], [[rush upon]], of warriors, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30.<br><span class="bld">2</span> [[rush after]], in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345.<br><span class="bld">II</span> [[leap from]] one ship to [[another]] in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.''BC''5.120; [[spring from side to side]], [[hither and thither]], τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion ''Fr.''10.6, cf. Hld.6.14, Them.''Or.''22.269c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. [[ἅλλομαι]]), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. [[μετάλμενος]]. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. [[ἅλλομαι]]), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. [[μετάλμενος]]. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεθαλοῦμαι ; <i>part. ao. syncopé</i> [[μετάλμενος]], <i>ion. p.</i> *μεθάλμενος;<br /><b>1</b> sauter, <i>càd</i> s'élancer à la suite de;<br /><b>2</b> [[s'élancer sur]] <i>ou</i> contre : τινί sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἅλλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθάλλομαι:''' (только part. aor. sing. [[μετάλμενος]] из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться ([[Τρώεσσι]], ''[[sc.]]'' τοῖς μήλοις Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθάλλομαι''': ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. [[μετάλμενος]]· - [[ἐφάλλομαι]], ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… [[μετάλμενος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς [[πλοῖον]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
|lstext='''μεθάλλομαι''': ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. [[μετάλμενος]]· - [[ἐφάλλομαι]], ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… [[μετάλμενος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς [[πλοῖον]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεθαλοῦμαι ; <i>part. ao. syncopé</i> [[μετάλμενος]], <i>ion. p.</i> *μεθάλμενος;<br /><b>1</b> sauter, <i>càd</i> s’élancer à la suite de;<br /><b>2</b> s’élancer sur <i>ou</i> contre : τινί sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθάλλομαι:''' αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ [[μετάλμενος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδώ]] ή [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορμώ]] κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.
|lsmtext='''μεθάλλομαι:''' αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ [[μετάλμενος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδώ]] ή [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορμώ]] κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μεθάλλομαι:''' (только part. aor. sing. [[μετάλμενος]] из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться ([[Τρώεσσι]], sc. τοῖς μήλοις Hom.).
|mdlsjtxt=Dep., syncop. aor2 [[part]]. [[μετάλμενος]]<br /><b class="num">1.</b> to [[leap]] or [[rush]] [[upon]], c. dat., Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[rush]] [[after]], in a [[race]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθάλλομαι Medium diacritics: μεθάλλομαι Low diacritics: μεθάλλομαι Capitals: ΜΕΘΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: methállomai Transliteration B: methallomai Transliteration C: methallomai Beta Code: meqa/llomai

English (LSJ)

used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:—
A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30.
2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345.
II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.

French (Bailly abrégé)

f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s'élancer à la suite de;
2 s'élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεθάλλομαι: (только part. aor. sing. μετάλμενος из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться (Τρώεσσι, sc. τοῖς μήλοις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.

English (Autenrieth)

only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)

Greek Monolingual

μεθάλλομαι (Α)
1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ»
Ομ. Ιλ.)
3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο) πηδώ από ένα σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅλλομαι «ορμώ, χυμώ, πηδώ»].

Greek Monotonic

μεθάλλομαι: αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ μετάλμενος·
1. πηδώ ή ορμώ πάνω σε κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. ορμώ κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.

Middle Liddell

Dep., syncop. aor2 part. μετάλμενος
1. to leap or rush upon, c. dat., Il.
2. to rush after, in a race, Il.