ἐπίσκηνος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(1ab) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episkinos | |Transliteration C=episkinos | ||
|Beta Code=e)pi/skhnos | |Beta Code=e)pi/skhnos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίσκηνον,<br><span class="bld">A</span> [[at]] or [[before the tent]], i.e. [[public]], γόοι [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''579.<br><span class="bld">2</span>. <b class="b3">οἱ ἐ.</b> [[the soldiers quartered]] (in the towns), Plu.''Sert.''24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. [[ἐπισκηνόω]]<br><span class="bld">II</span>. [[on the stage]]: <b class="b3">ἡ ἐ.</b>, as [[substantive]], = [[ἐπισκήνιον]], Vitr.5.6.6.<br><span class="bld">III</span>. [[external]], [[adventitious]], ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.<br><span class="bld">IV</span>. [[ἐπίσκηνα]], τά, festival at Sparta, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 [[ὄχλος]] [[ἐπίκλητος]] καὶ [[ἐπίσκηνος]] u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 [[ὄχλος]] [[ἐπίκλητος]] καὶ [[ἐπίσκηνος]] u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> [[qui réside sous une tente]] ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίσκηνος:'''<br /><b class="num">1</b> находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;<br /><b class="num">2</b> [[живущий в палатке]] (см. [[ἐπίσκηνοι]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσκηνος''': -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. [[δημόσιος]], γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = [[ἐπισκήνιον]], Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. [[ἐξωτερικός]], [[τυχαῖος]], ὁ [[ἐπίκλητος]] οὑτοσὶ καὶ [[ἐπίσκηνος]] [[ὄχλος]] Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53. | |lstext='''ἐπίσκηνος''': -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. [[δημόσιος]], γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = [[ἐπισκήνιον]], Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. [[ἐξωτερικός]], [[τυχαῖος]], ὁ [[ἐπίκλητος]] οὑτοσὶ καὶ [[ἐπίσκηνος]] [[ὄχλος]] Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], δηλ. [[πρόδηλος]], [[φανερός]], [[δημόσιος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπίσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], δηλ. [[πρόδηλος]], [[φανερός]], [[δημόσιος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπί-σκηνος, ον [[σκηνή]]<br />at or [[before]] the [[tent]], i. e. [[public]], Soph. | |mdlsjtxt=ἐπί-σκηνος, ον [[σκηνή]]<br />at or [[before]] the [[tent]], i. e. [[public]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπίσκηνον,
A at or before the tent, i.e. public, γόοι S.Aj.579.
2. οἱ ἐ. the soldiers quartered (in the towns), Plu.Sert.24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. ἐπισκηνόω
II. on the stage: ἡ ἐ., as substantive, = ἐπισκήνιον, Vitr.5.6.6.
III. external, adventitious, ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.
IV. ἐπίσκηνα, τά, festival at Sparta, Hsch.
German (Pape)
[Seite 978] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se fait devant la tente, càd public;
2 qui réside sous une tente ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.
Étymologie: ἐπί, σκηνή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσκηνος:
1 находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;
2 живущий в палатке (см. ἐπίσκηνοι).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκηνος: -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. δημόσιος, γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = ἐπισκήνιον, Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. ἐξωτερικός, τυχαῖος, ὁ ἐπίκλητος οὑτοσὶ καὶ ἐπίσκηνος ὄχλος Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.
Greek Monolingual
ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.
Greek Monotonic
ἐπίσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή, δηλ. πρόδηλος, φανερός, δημόσιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπί-σκηνος, ον σκηνή
at or before the tent, i. e. public, Soph.