Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφηστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alfistis
|Transliteration C=alfistis
|Beta Code=a)lfhsth/s
|Beta Code=a)lfhsth/s
|Definition=οῦ, ὁ, Hom. only in Od., in phrase <b class="b3">ἀνέρες ἀλφησταί</b>, lit. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">earners</b> (ἀλφάνω), i.e. <b class="b2">enterprising</b> men, <span class="bibl">Od.1.349</span>, cf. <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>82</span>; esp. of <b class="b2">traders</b> or <b class="b2">seafarers</b>, <span class="bibl">Od.13.261</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>458</span>; <b class="b3">ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων</b>, of the Phaeacians, <span class="bibl">Od.6.8</span>.—Ep. word, twice in Trag. (lyr.), <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>770</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>709</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> kind of <b class="b2">fish</b> that went in pairs, <b class="b2">Labrus cinaedus</b>, <span class="bibl">Epich.44</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.320e</span>: metaph., of <b class="b2">lewd men</b>, <span class="bibl">Sophr.63</span>.</span>
|Definition=ἀλφηστοῦ, ὁ, Hom. only in Od., in phrase <b class="b3">ἀνέρες ἀλφησταί</b>, lit.<br><span class="bld">A</span> [[earners]] ([[ἀλφάνω]]), i.e. [[enterprising]] men, Od.1.349, cf. Hes. ''Op.''82; especially of [[traders]] or [[seafarers]], Od.13.261, ''h.Ap.''458; <b class="b3">ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων</b>, of the Phaeacians, Od.6.8.—Ep. word, twice in Trag. (lyr.), A.''Th.''770, S.''Ph.''709.<br><span class="bld">II</span> kind of [[fish]] that went in pairs, [[Labrus cinaedus]], Epich.44, Numen. ap. Ath.7.320e: metaph., of [[lewd men]], Sophr.63.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[que se gana el sustento]], [[que trabaja para vivir]] o tal vez [[cuyo sustento básico es el cereal o concretamente la cebada]] epít. fijo de los hombres en general ἀνέρες <i>Od</i>.1.349, Hes.<i>Th</i>.512, <i>Op</i>.82, <i>Sc</i>.29, <i>Fr</i>.73.5, 211.12, S.<i>Ph</i>.709<br /><b class="num"></b>esp. de navegantes y mercaderes <i>Od</i>.6.8, 13.261, <i>h.Ap</i>.458, A.<i>Th</i>.770, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> ict. [[maragota]] de la familia de los lábridos [[Labrus merula]] L., Epich.13a, Numen.Her.18, cf. Hsch.<br /><b class="num"></b>fig. καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστᾶν Sophr.71.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Las interpretaciones oscilan entre considerarlo un deriv. de la raíz de [[ἀλφάνω]] q.u., y entenderlo como un comp. cuyo primer elemento sería [[ἄλφι]] q.u., y el segundo contendría la raíz *<i>ed</i>- ‘[[comer]]’.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit [[ἀλφάνω]], wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 [[Ζεύς]], ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, [[ὅπως]] ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit [[ἀλφάνω]], wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 [[Ζεύς]], ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, [[ὅπως]] ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[industrieux]], [[laborieux]], [[entreprenant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφηστής:''' οῦ adj. m снискивающий себе пропитание, т. е. трудящийся, трудолюбивый ([[ἀνέρες]] и [[ἄνδρες]] Hom., HH, Hes., Aesch., Soph., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλφηστής''': -οῦ, ὁ, [[λέξις]] παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ [[σημασία]] αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος [[ἀλφάνω]] (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· [[ὅθεν]] οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ [[λέξις]] ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ [[ἄλφι]] καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων [[ἄλευρον]], ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F.
|lstext='''ἀλφηστής''': -οῦ, ὁ, [[λέξις]] παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ [[σημασία]] αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος [[ἀλφάνω]] (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· [[ὅθεν]] οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ [[λέξις]] ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ [[ἄλφι]] καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων [[ἄλευρον]], ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />industrieux, laborieux, entreprenant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d’autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀλφάνω]]): [[wage]]-earning, toiling; [[ἄνδρες]] [[ἀλφησταί]].
|auten=([[ἀλφάνω]]): [[wage]]-earning, toiling; [[ἄνδρες]] [[ἀλφησταί]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[que se gana el sustento]], [[que trabaja para vivir]] o tal vez [[cuyo sustento básico es el cereal o concretamente la cebada]] epít. fijo de los hombres en general ἀνέρες <i>Od</i>.1.349, Hes.<i>Th</i>.512, <i>Op</i>.82, <i>Sc</i>.29, <i>Fr</i>.73.5, 211.12, S.<i>Ph</i>.709<br /><b class="num">•</b>esp. de navegantes y mercaderes <i>Od</i>.6.8, 13.261, <i>h.Ap</i>.458, A.<i>Th</i>.770, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> ict. [[maragota]] de la familia de los lábridos [[Labrus merula L.]], Epich.13a, Numen.Her.18, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστᾶν Sophr.71.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Las interpretaciones oscilan entre considerarlo un deriv. de la raíz de [[ἀλφάνω]] q.u., y entenderlo como un comp. cuyo primer elemento sería [[ἄλφι]] q.u., y el segundo contendría la raíz *<i>ed</i>- ‘comer’.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφηστής]], ο (Α) (Μ και [[ἀλφηστήρ]], -ῆρος)<br /><b>1.</b> αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την [[εργασία]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών που κολυμπούν [[κατά]] ζεύγη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την [[Οδύσσεια]] του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. <i>ἀνέρες ἀλφησταὶ</i> «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η [[χρήση]] της λ. στα ποιητικά [[κείμενα]] δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «[[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[ριψοκίνδυνος]]». Με [[βάση]] την [[παρατήρηση]] αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος [[ἀλφάνω]] «[[κερδίζω]]». Το [[τέρμα]] δε –<i>ηστὴς</i> θεωρήθηκε [[προϊόν]] αναλογικού σχηματισμού κατ’ [[επίδραση]] του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> «[[ωμοφάγος]]». Αυτή η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>ὠμηστὴς</i> οδήγησε σε μια [[άλλη]] ετυμολογική [[υπόθεση]]. Κατά το [[πρότυπο]] του σχηματισμού του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠμὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i>) [[είναι]] πιθ. η λ. <i>ἀλφηστὴς</i> να προήλθε από α΄ συνθ. <i>ἀλφι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλφι]], <i>ἄλφιτα</i>) και β΄ συνθ. το ρ. <i>έδω</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώγω]]»). Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, η λ. [[ἀλφηστής]] αρχικά [[πρέπει]] να σήμαινε «αυτόν που τρώει [[αλεύρι]]», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του [[ψωμί]], την [[τροφή]] του, [[επομένως]] «τον εργατικό» και κατ’ [[επέκταση]] «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η [[χρήση]] της λ. ως ονόματος ψαριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφηστικός]].
|mltxt=[[ἀλφηστής]], ο (Α) (Μ και [[ἀλφηστήρ]], -ῆρος)<br /><b>1.</b> αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την [[εργασία]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών που κολυμπούν [[κατά]] ζεύγη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την [[Οδύσσεια]] του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. <i>ἀνέρες ἀλφησταὶ</i> «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η [[χρήση]] της λ. στα ποιητικά [[κείμενα]] δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «[[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[ριψοκίνδυνος]]». Με [[βάση]] την [[παρατήρηση]] αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος [[ἀλφάνω]] «[[κερδίζω]]». Το [[τέρμα]] δε –<i>ηστὴς</i> θεωρήθηκε [[προϊόν]] αναλογικού σχηματισμού κατ’ [[επίδραση]] του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> «[[ωμοφάγος]]». Αυτή η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>ὠμηστὴς</i> οδήγησε σε μια [[άλλη]] ετυμολογική [[υπόθεση]]. Κατά το [[πρότυπο]] του σχηματισμού του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠμὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i>) [[είναι]] πιθ. η λ. <i>ἀλφηστὴς</i> να προήλθε από α΄ συνθ. <i>ἀλφι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλφι]], <i>ἄλφιτα</i>) και β΄ συνθ. το ρ. <i>έδω</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώγω]]»). Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, η λ. [[ἀλφηστής]] αρχικά [[πρέπει]] να σήμαινε «αυτόν που τρώει [[αλεύρι]]», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του [[ψωμί]], την [[τροφή]] του, [[επομένως]] «τον εργατικό» και κατ’ [[επέκταση]] «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η [[χρήση]] της λ. ως ονόματος ψαριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφηστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλφηστής:''' -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ἀλφηστάων</i>· ([[ἀλφάνω]])· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ.
}}
{{etym
|etymtx=-ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[grain-eating]] (Od.)<br />Dialectal forms: Dor. <b class="b3">ἀλφηστάς</b> a fish [[Labrus cinaedus]] (Epich.); also calles [[κίναιδος]], cf. Strömberg Fischnamen 56; also Thompson, Fishes.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Clearly from [[ἄλφι]], in opposition to [[ὠμηστής]], plus <b class="b2">*h₁ed-</b> [[eat]], in the expression <b class="b3">ἀνέρες ἀλφησταί</b>. In antiquity, strangely enough, not understood, cf. <b class="b3">ἀλφηστῃ̃σι τοῖς εὑρετικοῖς καὶ συνετοῖς</b> H., which is mostly (correctly?) rendered by [[enterprising]] and derived from [[ἀλφάνω]] (which seems also doubtful; the gloss rather means [[intelligent]], and does not refer to [[ἀλφάνω]]). The <b class="b3">-ι-</b> lost for metrical reasons, Fraenkel Nom. ag. 1, 38.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλφάνω]]<br />[[working]] for one's [[daily]] [[bread]], [[laborious]], [[enterprising]], Od.; especially of trading, [[seafaring]] [[people]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφηστής Medium diacritics: ἀλφηστής Low diacritics: αλφηστής Capitals: ΑΛΦΗΣΤΗΣ
Transliteration A: alphēstḗs Transliteration B: alphēstēs Transliteration C: alfistis Beta Code: a)lfhsth/s

English (LSJ)

ἀλφηστοῦ, ὁ, Hom. only in Od., in phrase ἀνέρες ἀλφησταί, lit.
A earners (ἀλφάνω), i.e. enterprising men, Od.1.349, cf. Hes. Op.82; especially of traders or seafarers, Od.13.261, h.Ap.458; ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, of the Phaeacians, Od.6.8.—Ep. word, twice in Trag. (lyr.), A.Th.770, S.Ph.709.
II kind of fish that went in pairs, Labrus cinaedus, Epich.44, Numen. ap. Ath.7.320e: metaph., of lewd men, Sophr.63.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 que se gana el sustento, que trabaja para vivir o tal vez cuyo sustento básico es el cereal o concretamente la cebada epít. fijo de los hombres en general ἀνέρες Od.1.349, Hes.Th.512, Op.82, Sc.29, Fr.73.5, 211.12, S.Ph.709
esp. de navegantes y mercaderes Od.6.8, 13.261, h.Ap.458, A.Th.770, cf. Hsch.
2 ict. maragota de la familia de los lábridos Labrus merula L., Epich.13a, Numen.Her.18, cf. Hsch.
fig. καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστᾶν Sophr.71.
• Etimología: Las interpretaciones oscilan entre considerarlo un deriv. de la raíz de ἀλφάνω q.u., y entenderlo como un comp. cuyo primer elemento sería ἄλφι q.u., y el segundo contendría la raíz *ed- ‘comer’.

German (Pape)

[Seite 112] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit ἀλφάνω, wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 Ζεύς, ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
industrieux, laborieux, entreprenant.
Étymologie: ἀλφάνω ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de ἄλφι, ἔδω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλφηστής: οῦ adj. m снискивающий себе пропитание, т. е. трудящийся, трудолюбивый (ἀνέρες и ἄνδρες Hom., HH, Hes., Aesch., Soph., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφηστής: -οῦ, ὁ, λέξις παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ σημασία αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος ἀλφάνω (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· ὅθεν οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ ἄλφι καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων ἄλευρον, ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. εἶδος ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F.

English (Autenrieth)

(ἀλφάνω): wage-earning, toiling; ἄνδρες ἀλφησταί.

Greek Monolingual

ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, -ῆρος)
1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος
2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη
3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την Οδύσσεια του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. ἀνέρες ἀλφησταὶ «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η χρήση της λ. στα ποιητικά κείμενα δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «επιχειρηματικός, τολμηρός, ριψοκίνδυνος». Με βάση την παρατήρηση αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος ἀλφάνω «κερδίζω». Το τέρμα δε –ηστὴς θεωρήθηκε προϊόν αναλογικού σχηματισμού κατ’ επίδραση του ουσ. ὠμηστὴς «ωμοφάγος». Αυτή η σύνδεση της λ. με το ὠμηστὴς οδήγησε σε μια άλλη ετυμολογική υπόθεση. Κατά το πρότυπο του σχηματισμού του ουσ. ὠμηστὴς (< ὠμὸς + -ηστὴς < ἔδω) είναι πιθ. η λ. ἀλφηστὴς να προήλθε από α΄ συνθ. ἀλφι- (< ἄλφι, ἄλφιτα) και β΄ συνθ. το ρ. έδω (< ΙΕ ρίζα ed- «τρώγω»). Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η λ. ἀλφηστής αρχικά πρέπει να σήμαινε «αυτόν που τρώει αλεύρι», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του ψωμί, την τροφή του, επομένως «τον εργατικό» και κατ’ επέκταση «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η χρήση της λ. ως ονόματος ψαριού.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφηστικός.

Greek Monotonic

ἀλφηστής: -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. ἀλφηστάων· (ἀλφάνω)· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό ψωμί του, εργατικός, δραστήριος, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: grain-eating (Od.)
Dialectal forms: Dor. ἀλφηστάς a fish Labrus cinaedus (Epich.); also calles κίναιδος, cf. Strömberg Fischnamen 56; also Thompson, Fishes.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Clearly from ἄλφι, in opposition to ὠμηστής, plus *h₁ed- eat, in the expression ἀνέρες ἀλφησταί. In antiquity, strangely enough, not understood, cf. ἀλφηστῃ̃σι τοῖς εὑρετικοῖς καὶ συνετοῖς H., which is mostly (correctly?) rendered by enterprising and derived from ἀλφάνω (which seems also doubtful; the gloss rather means intelligent, and does not refer to ἀλφάνω). The -ι- lost for metrical reasons, Fraenkel Nom. ag. 1, 38.

Middle Liddell

ἀλφάνω
working for one's daily bread, laborious, enterprising, Od.; especially of trading, seafaring people, Od.