κατασπεύδω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataspeydo | |Transliteration C=kataspeydo | ||
|Beta Code=kataspeu/dw | |Beta Code=kataspeu/dw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[urge]], [[hasten on]], πρᾶγμα Aeschin.3.67, cf. [[LXX]] ''Ex.'' 5.13:—Pass., of words, to [[be urgent]] or [[rapid]], κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''20 (Upton for [[κατεσπάσθαι]]) <b class="b3"> κατεσπεῦσθαι</b> ([[varia lectio|v.l.]] -εσπάσθαι) τὴν λέξιν Gal.16.548; τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2; ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4.<br><span class="bld">2</span> [[agitate]], [[dismay]], τινα [[LXX]] ''Da.''4.16(19).<br><span class="bld">II</span> intr., [[make haste]], [[hasten]], ib.''De.''33.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=hâter vivement, presser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπεύδω]]. | |btext=hâter vivement, presser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπεύδω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-σπεύδω bespoedigen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασπεύδω:''' [[ускорять]], [[торопить]] (τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατασπεύδω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[παρακινώ]] ή [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''κατασπεύδω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[παρακινώ]] ή [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατασπεύδω''': μέλλ. -σω, [[ἐπιταχύνω]] τινα, [[βιάζω]], τὸ [[πρᾶγμα]] κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ [[βιαστικός]], [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ [[ἀλλήλων]] διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον [[εἶδος]] τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ [[κατασπέρχω]]), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, [[σπεύδω]], Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[press]], [[urge]], or [[hasten]] on, Aeschin. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[press]], [[urge]], or [[hasten]] on, Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A urge, hasten on, πρᾶγμα Aeschin.3.67, cf. LXX Ex. 5.13:—Pass., of words, to be urgent or rapid, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν D.H.Comp.20 (Upton for κατεσπάσθαι) κατεσπεῦσθαι (v.l. -εσπάσθαι) τὴν λέξιν Gal.16.548; τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2; ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4.
2 agitate, dismay, τινα LXX Da.4.16(19).
II intr., make haste, hasten, ib.De.33.2.
German (Pape)
[Seite 1380] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett.
French (Bailly abrégé)
hâter vivement, presser, acc..
Étymologie: κατά, σπεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σπεύδω bespoedigen.
Russian (Dvoretsky)
κατασπεύδω: ускорять, торопить (τὸ πρᾶγμα Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).
Greek Monolingual
κατασπεύδω (Α)
1. επισπεύδω, επιταχύνω
2. ταράζω, φοβίζω
3. σπεύδω
4. παθ. κατασπεύδομαι
(για λόγο) είμαι ταχύς, ορμητικός.
Greek Monotonic
κατασπεύδω: μέλ. -σω, πιέζω, βιάζω, παρακινώ ή σπεύδω, επιταχύνω, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπεύδω: μέλλ. -σω, ἐπιταχύνω τινα, βιάζω, τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ βιαστικός, ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ ἀλλήλων διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον εἶδος τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ κατασπέρχω), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, σπεύδω, Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13).