σπερχνός: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sperchnos
|Transliteration C=sperchnos
|Beta Code=sperxno/s
|Beta Code=sperxno/s
|Definition=ή, όν, (σπέρχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hasty, hurried</b>, ἄγγελοι <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>286</span>; of diseases and pains, <b class="b2">violent</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.64</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nat.Mul.</span>35</span>, al.: neut. as Adv., σπερχνὸν κοτέων <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>454</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">hastening, pressing</b>, Hsch. (glossed by σπερχνοποιός). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">εἶδος ἱέρακος</b>, Hsch. (cf. περκνός <span class="bibl">11</span>).</span>
|Definition=σπερχνή, σπερχνόν, ([[σπέρχω]])<br><span class="bld">A</span> [[hasty]], [[hurried]], ἄγγελοι A.''Th.''286; of diseases and pains, [[violent]]. Hp.''Morb.''2.64, ''Nat.Mul.''35, al.: neut. as adverb, σπερχνὸν κοτέων Hes.''Sc.''454, al.<br><span class="bld">II</span> Act., [[hastening]], [[pressing]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (glossed by σπερχνοποιός).<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">εἶδος ἱέρακος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[περκνός]] ''ΙΙ'').
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] <b class="b2">schnell, eilig</b>, hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] [[schnell]], [[eilig]], hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ.
|btext=ή, όν :<br />[[rapide]], [[impétueux]].<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπερχνός -ή -όν [σπέρχω] [[haastig]], [[gejaagd]]:. λόγοι berichten Aeschl. Sept. 286. hevig. Hp.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />rapide, impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]].
|elrutext='''σπερχνός:''' [[стремительный]], [[быстрый]] ([[βέλος]] Hes.; [[ἄγγελος]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]] («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) βαρειάς μορφής<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπερχνόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] ἱέρακος»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σπερχνόν</i><br />ορμητικά, βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «κινούμαι [[γρήγορα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεμ</i>-<i>νός</i>, [[τερπνός]]). Για την [[εναλλαγή]] [[ανάμεσα]] στο θ. με -<i>σ</i>-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο <i>σπέρχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>σπερχές</i>) και στο θ. με έρρινο -<i>ν</i>- του [[σπερχνός]], <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]] («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) βαρειάς μορφής<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπερχνόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] ἱέρακος»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σπερχνόν</i><br />ορμητικά, βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «κινούμαι [[γρήγορα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεμ</i>-<i>νός</i>, [[τερπνός]]). Για την [[εναλλαγή]] [[ανάμεσα]] στο θ. με -<i>σ</i>-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο <i>σπέρχος</i> ([[πρβλ]]. [[ασπερχές]]) και στο θ. με έρρινο -<i>ν</i>- του [[σπερχνός]], <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπερχνός:''' -ή, -όν, [[ταχύς]], [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], εσπευσμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''σπερχνός:''' -ή, -όν, [[ταχύς]], [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], εσπευσμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπερχνός:''' стремительный, быстрый ([[βέλος]] Hes.; [[ἄγγελος]] Aesch.).
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σπερχνός]], ή, όν<br />[[hasty]], [[rapid]], [[hurried]], Hes., Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[quick]]
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερχνός Medium diacritics: σπερχνός Low diacritics: σπερχνός Capitals: ΣΠΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: sperchnós Transliteration B: sperchnos Transliteration C: sperchnos Beta Code: sperxno/s

English (LSJ)

σπερχνή, σπερχνόν, (σπέρχω)
A hasty, hurried, ἄγγελοι A.Th.286; of diseases and pains, violent. Hp.Morb.2.64, Nat.Mul.35, al.: neut. as adverb, σπερχνὸν κοτέων Hes.Sc.454, al.
II Act., hastening, pressing, Hsch. (glossed by σπερχνοποιός).
III εἶδος ἱέρακος, Hsch. (cf. περκνός ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 920] schnell, eilig, hastig; βέλος, Hes. Scut. 454; ἄγγελος, Aesch. Spt. 267; – heftig, ὀδύνη ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, πυρετός. – Bei Hesych. auch durch σπερχνοποιός erkl., beschleunigend, antreibend.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rapide, impétueux.
Étymologie: σπέρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπερχνός -ή -όν [σπέρχω] haastig, gejaagd:. λόγοι berichten Aeschl. Sept. 286. hevig. Hp.

Russian (Dvoretsky)

σπερχνός: стремительный, быстрый (βέλος Hes.; ἄγγελος Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.)
2. (για νόσο) βαρειάς μορφής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος»
4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν
ορμητικά, βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «κινούμαι γρήγορα» + κατάλ. -νος (πρβλ. σεμ-νός, τερπνός). Για την εναλλαγή ανάμεσα στο θ. με -σ-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο σπέρχος (πρβλ. ασπερχές) και στο θ. με έρρινο -ν- του σπερχνός, πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.

Greek Monotonic

σπερχνός: -ή, -όν, ταχύς, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, εσπευσμένος, σε Ησίοδ., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σπερχνός: -ή, -όν, (σπέρχω) σπεύδων, ὁρμητικός, ταχύς, βέλος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· καθόλου, ὁ σπεύδων, «βιαστικός», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· οὕτως ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, ὁρμητικός, δεινός, ὀξύς, Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «ταχύς, σπουδαῖος. ἄγαν ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· εἶδος ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-ποιός, όν, ὁ αὐτ.

Middle Liddell

σπερχνός, ή, όν
hasty, rapid, hurried, Hes., Aesch.

English (Woodhouse)

quick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)