εὐαής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evais | |Transliteration C=evais | ||
|Beta Code=eu)ah/s | |Beta Code=eu)ah/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐαές, ([[ἄημι]])<br><span class="bld">A</span> [[well ventilated]], [[fresh]], [[airy]], χώρῳ ἐν εὐαεῖ Hes.''Op.'' 599 (εὐᾰέϊ codd., Rzach).<br><span class="bld">II</span> Act., of a wind, [[favourably blowing]], [[fair]], opp. [[δυσαής]], Hdt.2.117, E.''Hel.''1504 (lyr.); <b class="b3">ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις</b> prob. in E.''Fr.''773.36 (lyr.): metaph., [[favourable]], <b class="b3">Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις</b> [with ᾰ] S.''Ph.''828 (lyr., s.v.l.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐαές, (ἄημι)
A well ventilated, fresh, airy, χώρῳ ἐν εὐαεῖ Hes.Op. 599 (εὐᾰέϊ codd., Rzach).
II Act., of a wind, favourably blowing, fair, opp. δυσαής, Hdt.2.117, E.Hel.1504 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις prob. in E.Fr.773.36 (lyr.): metaph., favourable, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις [with ᾰ] S.Ph.828 (lyr., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1055] ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις Soph. Phil. 817.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au souffle favorable.
Étymologie: εὖ, ἄημι.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾱής:
1 хорошо обвеваемый, открытый для ветров (χώρος Hes.);
2 попутный, благоприятный (πνεύμα Her.; ἀνέμων πνοαί Eur.);
3 перен. тиховейный, навевающий покой, сладостный (ὕπνος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱής: -ές, (ἄημι) εὐάερος, δροσερός, χώρῳ ἐν εὐαέϊ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597· νάπη Ποιητ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 445D. II. ἐνεργ., ἐπὶ ἀνέμου, ὁ εὐνοϊκῶς πνέων, οὔριος, ἀντίθετον τῷ δυσαής, Ἡρόδ. 2. 117, Εὐρ. Ἑλ. 1504: -μεταφ., εὐνοϊκός, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις μετὰ ᾰ, Σοφ. Φιλ. 828.
Greek Monolingual
εὐαής, -ές (Α)
1. ευάερος, δροσερός
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος
3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσαής, υπεραής. Το μακρό ᾱ οφείλεται ή σε λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
εὐᾱής: -ές (ἄημι),·
I. ευάερος, φρέσκος, δροσερός, σε Ησίοδ.
II. Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, αίσιος, ούριος, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., ευνοϊκός, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐ-ᾱής, ές ἄημι
I. well ventilated, fresh, airy, Hes.
II. act., of a wind, favourably blowing, fair, Hdt., Eur.: —metaph. favourable, Soph.