ἀτύχημα: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atychima | |Transliteration C=atychima | ||
|Beta Code=a)tu/xhma | |Beta Code=a)tu/xhma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[misfortune]], [[miscarriage]], Antipho 3.4.5 ([[varia lectio|v.l.]]), Timocl.6.18.<br><span class="bld">2</span> [[fault of ignorance]], [[mistake]], D.23.70; opp. [[ἀδίκημα]], [[ἁμάρτημα]], Gorg.11, Arist.''Rh.''1374b6, ''EN''1135b12: euphemism, [[crime]], ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A misfortune, miscarriage, Antipho 3.4.5 (v.l.), Timocl.6.18.
2 fault of ignorance, mistake, D.23.70; opp. ἀδίκημα, ἁμάρτημα, Gorg.11, Arist.Rh.1374b6, EN1135b12: euphemism, crime, ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 desventura, infortunio περισσότερα ἀτυχήματα Antipho 3.4.5, τὰ μείζονα ... πέπονθε τις ἀτυχήματα Timocl.6.18, τὸ πρᾶγμ' ἀτύχημα συμβέβηκεν D.22.17, τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων Δημοσθένην (αἴτιον γεγενημένον) Aeschin.3.57, ἐπάγομαι μέγ' ἀτύχημα Men.Sam.218, τὸ ... ἀτύχημα τῇ πόλει συμβάν D.Chr.34.7, ἐν ἀτυχήμασιν εὐτυχεῖν Ach.Tat.1.8.8, cf. Plb.12.14.2, Eun.VS 461
•ref. a una pers. calamidad ἐν δὲ ταῖς ἐνεργείας ταπεινοί ... ὅλοι ἀτυχήματα y en las acciones somos abyectos ... completas calamidades Arr.Epict.2.16.18, tb. ref. a animales, Arr.Epict.1.3.7, 9.
2 falta involuntaria, error fortuito op. ἁμάρτημα Gorg.B 11.19, Arist.EN 1135b17, ἔστιν ἀτυχήματα ... ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίας Arist.Rh.1374b6, cf. Plu.2.468a
•euf. delito ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20.
German (Pape)
[Seite 390] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 ὅταν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, im Gegensatz des verschuldeten Unglücks, ἁμάρτημα, u. von ἀδίκημα, rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 infortune, insuccès, échec;
2 faute involontaire, méprise;
ἀτυχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτύχημα: ατος (ῠ) τό
1 неудача, провал, несчастье, Isae., Dem., Plut.;
2 (невольная), ошибка Arst.;
3 преступление, злодеяние (περί τινα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτύχημα: τό, δυστύχημα, ἀποτυχία, σφάλμα, δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀδίκημα καὶ ἁμάρτημα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, ἔγκλημα, κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. αὐτόθι 13. 5.
Greek Monolingual
το (AM ἀτύχημα) ατυχής
δυστύχημα, δυσάρεστο γεγονός
αρχ.
1. σφάλμα ή παράπτωμα που έγινε από άγνοια, σε αντίθεση με το αδίκημα
2. σωματικό ελάττωμα
3. (ευφημιστικά) έγκλημα.
Greek Monotonic
ἀτύχημα: -ατος, τό, ατυχία, ατύχημα, αναποδιά, σε Ρήτ.
Middle Liddell
ἀτυχέω
a misfortune, mishap, Oratt.
English (Woodhouse)
calamity, defeat, disaster, misfortune, blow of fortune, piece of ill-luck