ὀρεινόμος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreinomos
|Transliteration C=oreinomos
|Beta Code=o)reino/mos
|Beta Code=o)reino/mos
|Definition=ον, (<b class="b3">νέμω</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding on the hills</b>, δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but <b class="b3">ὀρειονόμους</b> is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span> ; <b class="b2">mountam-ranging</b>, Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.) ; <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming <b class="b2">o'er the hills</b>, AP6.107 (Phil.).</span>
|Definition=ὀρεινόμον, ([[νέμω]] B) [[feeding on the hills]], δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.3; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα E.''HF''364 (lyr.); <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming [[o'er the hills]], AP6.107 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων [[γέννα]], Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; [[πλάνη]], Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων [[γέννα]], Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; [[πλάνη]], Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui habite les montagnes]];<br /><b>2</b> [[qui paît sur les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεινόμος:''' [[бродящий по горам]] (Κενταύρων [[γέννα]] Eur.): ἡ [[πλάνη]] ὀ. Anth. скитание по горам.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
|lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui habite les montagnes;<br /><b>2</b> qui paît sur les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεινόμος:''' бродящий по горам (Κενταύρων [[γέννα]] Eur.): ἡ [[πλάνη]] ὀ. Anth. скитание по горам.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρει-[[νόμος]], ον, [[νέμω]] B]<br />[[mountain]]-ranging, Eur.
|mdlsjtxt=ὀρει-[[νόμος]], ον, [[νέμω]] B]<br />[[mountain]]-ranging, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεινόμος Medium diacritics: ὀρεινόμος Low diacritics: ορεινόμος Capitals: ΟΡΕΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: oreinómos Transliteration B: oreinomos Transliteration C: oreinomos Beta Code: o)reino/mos

English (LSJ)

ὀρεινόμον, (νέμω B) feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr. HP 9.18.3; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.); ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.

Greek Monolingual

ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].

Greek Monotonic

ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀρει-νόμος, ον, νέμω B]
mountain-ranging, Eur.