ἀργυράγχη: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyragchi
|Transliteration C=argyragchi
|Beta Code=a)rgura/gxh
|Beta Code=a)rgura/gxh
|Definition=ἡ, (formed after <b class="b3">κυνάγχη</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">silver-quinsy</b>, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, <span class="bibl">Demad.<span class="title">Fr.</span>5</span> S., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>25</span>.</span>
|Definition=ἡ, (formed after [[κυνάγχη]]) [[silver-quinsy]], which [[Demosthenes]] was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.''Fr.''5 S., Plu.''Dem.''25.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργῠράγχη''': , ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ [[κυνάγχη]]· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι [[δῆθεν]] ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν [[ὅπως]] ἀγορεύσῃ, «[[ἀργυράγχη]], ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.
|dgtxt=-ης, <br />fig. [[mal de la plata]] supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.<i>Dem</i>.25.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « argyrancie », maladie de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ἄγχω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « argyrancie », maladie de l'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ἄγχω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ης, <br />fig. [[mal de la plata]] supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.<i>Dem</i>.25.
|ptext=, <i>[[Geldbräune]]</i>, wenn [[jemand]] [[bestochen]] ist nicht zu [[reden]] und er [[Halsweh]], als [[Grund]] seines Schweigens, vorschützt, Plut. <i>Dem</i>. 25; Gell. 11.9.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠράγχη:''' ἡ ирон. (по созвучию с [[κυνάγχη]]) серебряная ангина (отказ подкупленного оратора от выступления под предлогом болезни горла) Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἀργῠράγχη''': ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ [[κυνάγχη]]· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι [[δῆθεν]] ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν [[ὅπως]] ἀγορεύσῃ, «[[ἀργυράγχη]], ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυράγχη]], η (Α)<br />[[λέξη]] που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[κυνάγχη]] (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη [[δικαιολογία]] ότι έπασχε από [[κυνάγχη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> <i>άγχη</i> (μόνο ως β' συνθετ.) <span style="color: red;"><</span> [[άγχω]] «[[σφίγγω]], [[πιέζω]], [[πνίγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κυνάγχη]], [[λυκάγχη]], [[συνάγχη]], [[χοιράγχη]])].
|mltxt=[[ἀργυράγχη]], η (Α)<br />[[λέξη]] που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[κυνάγχη]] (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη [[δικαιολογία]] ότι έπασχε από [[κυνάγχη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> <i>άγχη</i> (μόνο ως β' συνθετ.) <span style="color: red;"><</span> [[άγχω]] «[[σφίγγω]], [[πιέζω]], [[πνίγω]]» ([[πρβλ]]. [[κυνάγχη]], [[λυκάγχη]], [[συνάγχη]], [[χοιράγχη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠράγχη:''' ἡ, το [[συνάχι]] από [[ασήμι]]· σκωπτική [[λέξη]] που σχηματίστηκε κατά το [[κυνάγχη]], και ειπώθηκε για το Δημοσθένη, όταν, προφασιζόμενος ότι είχε [[συνάχι]], δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει, στην [[ουσία]] όμως (κατηγορήθηκε ότι) είχε δωροδοκηθεί, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀργῠράγχη:''' ἡ, το [[συνάχι]] από [[ασήμι]]· σκωπτική [[λέξη]] που σχηματίστηκε κατά το [[κυνάγχη]], και ειπώθηκε για το Δημοσθένη, όταν, προφασιζόμενος ότι είχε [[συνάχι]], δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει, στην [[ουσία]] όμως (κατηγορήθηκε ότι) είχε δωροδοκηθεί, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]], [[ἄγχω]]<br />[[silver]]-[[quinsy]], [[which]] [[Demosthenes]] was said to [[have]], [[when]] he abstained from [[speaking]] on the [[plea]] of [[quinsy]], but [[really]] (it was alleged) [[because]] he was bribed, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠράγχη Medium diacritics: ἀργυράγχη Low diacritics: αργυράγχη Capitals: ΑΡΓΥΡΑΓΧΗ
Transliteration A: argyránchē Transliteration B: argyranchē Transliteration C: argyragchi Beta Code: a)rgura/gxh

English (LSJ)

ἡ, (formed after κυνάγχη) silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
fig. mal de la plata supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.Dem.25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.

German (Pape)

ἡ, Geldbräune, wenn jemand bestochen ist nicht zu reden und er Halsweh, als Grund seines Schweigens, vorschützt, Plut. Dem. 25; Gell. 11.9.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠράγχη: ἡ ирон. (по созвучию с κυνάγχη) серебряная ангина (отказ подкупленного оратора от выступления под предлогом болезни горла) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.

Greek Monolingual

ἀργυράγχη, η (Α)
λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β' συνθετ.) < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη, χοιράγχη)].

Greek Monotonic

ἀργῠράγχη: ἡ, το συνάχι από ασήμι· σκωπτική λέξη που σχηματίστηκε κατά το κυνάγχη, και ειπώθηκε για το Δημοσθένη, όταν, προφασιζόμενος ότι είχε συνάχι, δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει, στην ουσία όμως (κατηγορήθηκε ότι) είχε δωροδοκηθεί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἄργυρος, ἄγχω
silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really (it was alleged) because he was bribed, Plut.