εἵργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eirgnymi
|Transliteration C=eirgnymi
|Beta Code=ei(/rgnumi
|Beta Code=ei(/rgnumi
|Definition=(-ύω <span class="bibl">And.4.27</span>), Ep. impf. <b class="b3">ἐέργνυ</b>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shut in</b> or <b class="b2">up</b>, <span class="bibl">Od. 10.238</span>.</span>
|Definition=([[εἱργνύω]] And.4.27), Ep. impf. [[ἐέργνυ]]:—[[shut in]] or [[shut up]], Od. 10.238.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> εἰργ- Them.<i>Or</i>.21.260d<br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. 3<sup>a</sup> sg. [[ἐέργνυ]] <i>Od</i>.10.238]<br />[[encerrar]], [[hacer prisionero]] a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν [[ἐέργνυ]] <i>Od</i>.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.<i>BI</i> 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.<i>BI</i> 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.<i>MP</i> 4.13.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. épq.</i> [[ἐέργνυν]];<br /><i>c.</i> [[εἵργω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἵργνῡμι:''' Hom. (только impf. [[ἐέργνυν]]) = [[εἵργω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἵργνῡμι''': ἢ -ύω, = [[εἴργω]], [[ἐγκαταλείπω]], κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· [[ῥίπτω]] εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]], καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.
|lstext='''εἵργνῡμι''': ἢ -ύω, = [[εἴργω]], [[ἐγκαταλείπω]], κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· [[ῥίπτω]] εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]], καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἵργνυμι]] και [[εἱργνύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[εγκλείω]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] στη [[φυλακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής ενεστώτας του [[είργω]], σχηματισμένος [[κατά]] τα σε -<i>μι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἵργνῡμι:''' = [[εἴργω]], [[ἔργω]], [[κλείνω]], [[κλειδώνω]], [[σωπαίνω]], Επικ. παρατ. [[ἐέργνυν]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[εἴργω]], [[ἔργω]],]<br />to [[shut]] in or up, epic imperf. [[ἐέργνυν]], Od.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[εἱργνύω]] (=[[ἐμποδίζω]] τήν ἔξοδο, [[φυλακίζω]]). Ἀπό ρίζα ϝεργ + προθεματικό ε → ἐ-ϝέργω→ ἐ-έργ-ω καί μέ συναίρεση [[εἵργω]]. Μέ τό [[πρόσφυμα]] νυ → εἱργ-νύ-ω καί μέ κατάληξη -μι → [[εἵργνυμι]]. Σχετικά μέ τή δασεία δέ δεχόμαστε ὡς σωστό ὅτι: [[εἴργω]] =[[ἐμποδίζω]] τήν εἴσοδο, ἐνῶ [[εἵργω]]–[[εἵργνυμι]] =[[ἐμποδίζω]] την ἔξοδο, [[φυλακίζω]]. Μᾶλλον ἡ [[ἐναλλαγή]] τοῦ ψιλοῦ καί δασέος πνεύματος ὀφείλεται σέ φωνητικούς λόγους καί ἐξαρτιέται ἀπό [[τούς]] γειτονικούς φθόγγους.<br><b>Παράγωγα:</b> [[εἱργμός]] καί [[εἰργμός]] (=[[δεσμός]], [[φυλάκιση]]), [[εἰργμοφύλαξ]] (=[[δεσμοφύλακας]]), [[εἱρκτή]] (=[[φυλακή]]), [[εἱρκτέον]], [[ἕρκος]] (=[[περίφραγμα]]), [[κάθειρξις]], [[ἑρκίον]] (=[[περίβολος]]), [[ἑρκοῦρος]] (=ὁ [[φύλακας]] περιβόλου), [[Λυκοῦργος]], [[ὅρκος]] (=ὅ,τι ἐμποδίζει κάποιον νά κάνει κάτι), [[ἑρκάνη]] (=[[φραγμός]]), [[εὐερκής]] (=[[καλά]] φραγμένος), πολιορκῶ.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵργνῡμι Medium diacritics: εἵργνυμι Low diacritics: είργνυμι Capitals: ΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: heírgnymi Transliteration B: heirgnymi Transliteration C: eirgnymi Beta Code: ei(/rgnumi

English (LSJ)

(εἱργνύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—shut in or shut up, Od. 10.238.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d
• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ἐέργνυν;
c. εἵργω.

Russian (Dvoretsky)

εἵργνῡμι: Hom. (только impf. ἐέργνυν) = εἵργω.

Greek (Liddell-Scott)

εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.

Greek Monolingual

εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].

Greek Monotonic

εἵργνῡμι: = εἴργω, ἔργω, κλείνω, κλειδώνω, σωπαίνω, Επικ. παρατ. ἐέργνυν, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= εἴργω, ἔργω,]
to shut in or up, epic imperf. ἐέργνυν, Od.

Mantoulidis Etymological

εἱργνύω (=ἐμποδίζω τήν ἔξοδο, φυλακίζω). Ἀπό ρίζα ϝεργ + προθεματικό ε → ἐ-ϝέργω→ ἐ-έργ-ω καί μέ συναίρεση εἵργω. Μέ τό πρόσφυμα νυ → εἱργ-νύ-ω καί μέ κατάληξη -μι → εἵργνυμι. Σχετικά μέ τή δασεία δέ δεχόμαστε ὡς σωστό ὅτι: εἴργω =ἐμποδίζω τήν εἴσοδο, ἐνῶ εἵργωεἵργνυμι =ἐμποδίζω την ἔξοδο, φυλακίζω. Μᾶλλον ἡ ἐναλλαγή τοῦ ψιλοῦ καί δασέος πνεύματος ὀφείλεται σέ φωνητικούς λόγους καί ἐξαρτιέται ἀπό τούς γειτονικούς φθόγγους.
Παράγωγα: εἱργμός καί εἰργμός (=δεσμός, φυλάκιση), εἰργμοφύλαξ (=δεσμοφύλακας), εἱρκτή (=φυλακή), εἱρκτέον, ἕρκος (=περίφραγμα), κάθειρξις, ἑρκίον (=περίβολος), ἑρκοῦρος (=ὁ φύλακας περιβόλου), Λυκοῦργος, ὅρκος (=ὅ,τι ἐμποδίζει κάποιον νά κάνει κάτι), ἑρκάνη (=φραγμός), εὐερκής (=καλά φραγμένος), πολιορκῶ.