κονιστήριον: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=konistirion
|Transliteration C=konistirion
|Beta Code=konisth/rion
|Beta Code=konisth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κονίστρα]], Vitr.5.11.2, <span class="title">IGRom.</span>4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).</span>
|Definition=τό, = [[κονίστρα]], Vitr.5.11.2, ''IGRom.''4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονιστήριον''': τό, = [[κονίστρα]], Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.
|lstext='''κονιστήριον''': τό, = [[κονίστρα]], Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.
}}
{{grml
|mltxt=κονιοτήριον, τὸ (Α)<br />βαθύ [[σκάμμα]] της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η [[πτώση]] τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κονισ</i>- ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>κονίσ</i>-<i>ω</i> του [[κονίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριον]], [[θυσιαστήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑστήριον Medium diacritics: κονιστήριον Low diacritics: κονιστήριον Capitals: ΚΟΝΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: konistḗrion Transliteration B: konistērion Transliteration C: konistirion Beta Code: konisth/rion

English (LSJ)

τό, = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1481] τό, = κονίστρα, Vitruv. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κονιστήριον: τό, = κονίστρα, Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.

Greek Monolingual

κονιοτήριον, τὸ (Α)
βαθύ σκάμμα της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω του κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον, θυσιαστήριον)].