ἰξοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iksovolos
|Transliteration C=iksovolos
|Beta Code=i)cobo/los
|Beta Code=i)cobo/los
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">setting limed twigs</b>: as Subst., <b class="b2">fowler</b>, <span class="bibl">Man. 4.243</span>.</span>
|Definition=ἰξοβόλον, [[setting limed twigs]]: as [[substantive]], [[fowler]], Man. 4.243.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[chasseur à la glu]], [[oiseleur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[βάλλω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἰξοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., [[ὀρνιθοθήρας]], Μανέθων 4. 243.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἰξοβόλος]]<br />ο [[ιξευτής]], ο [[κυνηγός]] πτηνών με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]) [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]], [[ιοβόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰξοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που συλλαμβάνει [[κάτι]] τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰξο-[[βόλος]], ον [[βάλλω]]<br />setting limed twigs.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοβόλος Medium diacritics: ἰξοβόλος Low diacritics: ιξοβόλος Capitals: ΙΞΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ixobólos Transliteration B: ixobolos Transliteration C: iksovolos Beta Code: i)cobo/los

English (LSJ)

ἰξοβόλον, setting limed twigs: as substantive, fowler, Man. 4.243.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur à la glu, oiseleur.
Étymologie: ἰξός, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., ὀρνιθοθήρας, Μανέθων 4. 243.

Greek Monolingual

ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ.ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκοβόλος, ιοβόλος.

Greek Monotonic

ἰξοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που συλλαμβάνει κάτι τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.

Middle Liddell

ἰξο-βόλος, ον βάλλω
setting limed twigs.