καταστεφής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastefis | |Transliteration C=katastefis | ||
|Beta Code=katastefh/s | |Beta Code=katastefh/s | ||
|Definition= | |Definition=καταστεφές, [[crowned]], S.''Tr.''178, A.R.3.220, etc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[καταστέφω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[couronné]].<br />'''Étymologie:''' [[καταστέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] [[bekranst]]. | |elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] [[bekranst]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[bekränzt]]</i>; [[ἀνήρ]] Soph. <i>Tr</i>. 177; Eur. <i>Suppl</i>. 259; Ap.Rh. 3.220. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κατστεφής, ές<br />[[crowned]], Soph.; of [[suppliant]] branches, wreathed with [[wool]], Eur. [from [[καταστέφω]] | |mdlsjtxt=κατστεφής, ές<br />[[crowned]], Soph.; of [[suppliant]] branches, wreathed with [[wool]], Eur. [from [[καταστέφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
καταστεφές, crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.
German (Pape)
ές, bekränzt; ἀνήρ Soph. Tr. 177; Eur. Suppl. 259; Ap.Rh. 3.220.
Russian (Dvoretsky)
καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).
Greek Monolingual
καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επιστεφής, περιστεφής].
Greek Monotonic
καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.
Middle Liddell
κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω