διαπρέπεια: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaprepeia | |Transliteration C=diaprepeia | ||
|Beta Code=diapre/peia | |Beta Code=diapre/peia | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[magnificence]], Aq.''Ps.''28(29).2,al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ [[grandeza]] Aq.<i>Ps</i>.28.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''διαπρέπεια''': ἡ, [[μεγαλοπρέπεια]], Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3. | |lstext='''διαπρέπεια''': ἡ, [[μεγαλοπρέπεια]], Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[magnificence]]=== | ||
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]], [[μεγαλοπρέπεια]]; Ancient Greek: [[ἀγλαΐα]], [[ἀγλαΐη]], [[διαπρέπεια]], [[δόξα]], [[δόξις]], [[λαμπρότης]], [[μεγαλειότης]], [[μεγαλοεργία]], [[μεγαλομοιρία]], [[μεγαλοπραγμοσύνη]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[μεγαλοπρεπείη]], [[μεγαλοψυχία]], [[παράστασις]], [[περιφάνεια]], [[σεμνότης]], [[τὸ διαπρεπές]], [[τὸ σεμνόν]], [[ὑπερφύεια]], [[φιλοτίμημα]] Latin: [[magnificentia]]; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: [[magnificência]]; Spanish: [[magnificencia]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, magnificence, Aq.Ps.28(29).2,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ grandeza Aq.Ps.28.2.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, die Pracht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρέπεια: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.
Translations
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia