ἐπώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (LSJ1 replacement)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{trml
|trtx====[[painful]]===
Arabic: أَلِيم‎, مُؤْلِم‎, مُوجِع‎; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: [[douloureux]]; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: [[schmerzhaft]]; Greek: [[επώδυνος]], [[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]; Ancient Greek: [[ἀλγεινός]], [[ἀλγηρός]], [[ἀλγινόεις]], [[ἀλγυντήρ]], [[ἀλεγεινός]], [[ἀνιαρός]], [[ἀνιηρός]], [[ἅνιος]], [[ἀργαλέος]], [[ἀχθεινός]], [[ἀχθηρός]], [[βαρύμοχθος]], [[βαρύς]], [[γοερός]], [[δακνῶδες]], [[δακνώδης]], [[διώδυνος]], [[δυηπαθής]], [[δυήπαθος]], [[δυσπενθής]], [[δυσπονής]], [[δυσχερής]], [[ἔμμοχθος]], [[ἔμπονος]], [[ἐναλγής]], [[ἐπαλγής]], [[ἐπίλυπος]], [[ἐπίπονος]], [[ἐπωδύνιος]], [[ἐπώδυνος]], [[λευγαλέος]], [[λυπηρός]], [[λυπρός]], [[μογερός]], [[ὀδυναρός]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυνηφόρος]], [[ὀδυνῶδες]], [[ὀδυνώδης]], [[πενθάς]], [[περιαλγής]], [[περιώδυνος]], [[πικρός]], [[πονηρός]], [[πραγματώδης]], [[σμυγερός]], [[τανηλεγής]], [[χαλεπός]]; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: [[doloroso]]; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: [[doloroso]], [[dolorido]]; Romanian: dureros; Russian: [[болезненный]], [[мучительный]], [[больной]]; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: [[doloroso]]; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol
}}
}}

Latest revision as of 13:31, 1 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπώδῠνος Medium diacritics: ἐπώδυνος Low diacritics: επώδυνος Capitals: ΕΠΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: epṓdynos Transliteration B: epōdynos Transliteration C: epodynos Beta Code: e)pw/dunos

English (LSJ)

ἐπώδυνον
A, (ὀδύνη) painful, Hp.VM22, Prog.7; τραύματα Ar.Ach.1205 (lyr.); ζωή Ph.2.579; δάκρυα Plu.2.114c: irreg. Comp. -νέστερος Hp.Art.49. Adv. ἐπωδύνως Id.Epid.1.26.γ', Ph.1.136.

German (Pape)

[Seite 1015] schmerzlich, schmerzhaft, Hippocr.; τραύματα Ar. Ach. 1203; ἕλκος Nic.; – δάκρυα ἐπώδυνα, durch Schmerzen verursachte Thränen, Plut. consol. ad Apoll. p. 349; – Hippocr. hat das adv. ἐπωδύνως u. den compar. ἐπωδυνέστερον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui cause de la douleur, douloureux;
2 causé par la douleur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύνη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπώδῠνος:
1 болезненный, мучительный (τραύματα Arph.);
2 вызванный страданием (δάκρυα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) πλήρης ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπώδυνος, -ον)
οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα
οδύνες, θλίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Translations

painful

Arabic: أَلِيم‎, مُؤْلِم‎, مُوجِع‎; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol