ἀμάχητος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> not to be fought with, [[unconquerable]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> not having fought, not having been in [[battle]], Xen. | |mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> not to be fought with, [[unconquerable]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> not having fought, not having been in [[battle]], Xen. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[irresistible]]=== | |||
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: [[onweerstaanbaar]]; Finnish: vastustamaton; French: [[irrésistible]]; Galician: irresistible, irresistíbel; German: [[unwiderstehlich]]; Greek: [[ακαταμάχητος]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: [[irresistibile]]; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: [[irresistível]]; Romanian: irezistibil; Russian: [[неотразимый]]; Spanish: [[irresistible]]; Swedish: oemotståndlig | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 7 November 2023
English (LSJ)
ἀμάχητον,
A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.).
II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀ. ὄλεθρος destruction without fighting, Lys.Fr.71.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 contre qui l'on ne peut pas lutter;
2 qui n'a pas encore combattu.
Étymologie: ἀ, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάχητος: (μᾰ)
1 неодолимый, непобедимый (θεῶν βέλη Soph.);
2 не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].
Greek Monotonic
ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.
Middle Liddell
μάχομαι
I. not to be fought with, unconquerable, Soph.
II. not having fought, not having been in battle, Xen.
Translations
irresistible
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig