οἰκουρός: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(5)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(38 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikouros
|Transliteration C=oikouros
|Beta Code=oi)kouro/s
|Beta Code=oi)kouro/s
|Definition=όν, (<b class="b3">οὖρος</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">watching</b> or <b class="b2">keeping the house</b>, of a watch-dog, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>970</span> ; of a cock, Plu.2.998b ; <b class="b3">οἰ. ὄφις</b>, of the sacred serpent in the Acropolis, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>759</span>, <span class="bibl">Phylarch.72</span> J., Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">keeping at home</b> : as Subst., <b class="b3">οἰκουρός, ἡ,</b> <b class="b2">mistress of the house, housekeeper</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 487</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1277</span> : as Adj., <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>45</span> (masc.) ; ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰ. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>1.125v</span>.<span class="bibl">11</span> (v A.D.) ; used in praise of a good wife, <span class="bibl">Ph.2.431</span>, <span class="bibl">D.C.56.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> contemptuously of a man, <b class="b2">stay-at-home</b>, opp. one who goes forth to war, λέοντ' ἄναλκιν . . οἰκουρόν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1225</span>, cf. <span class="bibl">1626</span>, <span class="bibl">Din.1.82</span> ; τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰ. Plu.2.751a ; δίαιτα οἰ. καὶ ἀργή <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>34</span>.</span>
|Definition=οἰκουρόν, ([[οὖρος]] B)<br><span class="bld">A</span> [[watching the house]] or [[keeping the house]], of a [[watch]]-[[dog]], Ar.V.970; of a [[cock]], Plu.2.998b; οἰκουρὸς [[ὄφις]], of the [[sacred]] [[serpent]] in the [[Acropolis]], Ar.Lys.759, Phylarch.72 J., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[keeping at home]]: as [[substantive]], [[οἰκουρός]], ἡ, [[mistress of the house]], [[housekeeper]], S.Fr. 487, E.Hec.1277: as adjective, Id.HF45 (masc.); ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰκουρός PLond.1.125v.''ΙΙ'' (v A.D.); used in [[praise]] of a [[good]] [[wife]], Ph.2.431, D.C.56.3.<br><span class="bld">2</span> contemptuously of a man, [[stay-at-home]], opp. one who goes forth to [[war]], λέοντ' ἄναλκιν… οἰκουρόν A.Ag.1225, cf. 1626, Din.1.82; τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰ. Plu.2.751a; [[δίαιτα]] οἰκουρός καὶ ἀργή Id.Per.34.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] das Haus bewachend, hütend; λείπει με τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, Eur. Herc. Fur. 45; Hec. 1277; bes. entfernt vom Kampfe, von den öffentlichen Geschäften, zu Hause bleibend, λέοντ' ἄναλκιν ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, Aesch. Ag. 1198, vgl. 1608, wo es zugleich die Bdtg des Auflauerns hat; Ar. Vesp. 970; bei Din. 1, 82, ἐν ταῖς παρατάξεσιν [[οἰκουρός]], im Ggstz von [[πρεσβευτής]], der sich der Gesandtschaft entzieht; [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργή, Plut. Per. 34; von der Frau, lobend, = häuslich, N. T. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] das Haus bewachend, hütend; λείπει με τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, Eur. Herc. Fur. 45; Hec. 1277; bes. entfernt vom Kampfe, von den öffentlichen Geschäften, zu Hause bleibend, λέοντ' ἄναλκιν ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, Aesch. Ag. 1198, vgl. 1608, wo es zugleich die Bdtg des Auflauerns hat; Ar. Vesp. 970; bei Din. 1, 82, ἐν ταῖς παρατάξεσιν [[οἰκουρός]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πρεσβευτής]], der sich der Gesandtschaft entzieht; [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργή, Plut. Per. 34; von der Frau, lobend, = häuslich, [[NT|N.T.]] u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> [[qui garde la maison]];<br /><b>II.</b> [[qui reste à la maison]] :<br /><b>1</b> [[sédentaire]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> [[oisif]], [[inactif]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[οὖρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκουρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[охраняющий дом]], [[стерегущий]] (''[[sc.]]'' [[κύων]] Arph.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[не выходящий из дому]], т. е. [[бездеятельный]], [[праздный]] ([[δίαιτα]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[застоявшийся]], [[затхлый]] ([[ἀήρ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουρός''': -όν, ([[οὖρος]]), ὁ φυλάττων τὸν οἶκον, ἐπὶ κυνός, Ἀριστοφ. Σφ. 970, πρβλ. Λυσ. 759· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος. Πλούτ. 2. 998Β· οἰκ. [[ὄφις]], ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄφεως τοῦ ἐν Ἀκροπόλει, Ἀριστοφ. Λυσ. 759, πρβλ. Φύλαρχ. 74. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰκουρὸν ὄφιν· τὸν τῆς Πολιάδος φύλακα δράκοντα καὶ οἱ μὲν ἕνα φασίν, οἱ δὲ δύο ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦτον δὲ φύλακα τῆς ἀκροπόλεώς φασιν, ᾧ καὶ μελιτοῦτταν παρατίθεσθαι». ΙΙ. ὁ κατ’ οἶκον μένων· ὡς οὐσιαστ., [[οἰκουρός]], ἡ, [[οἰκοδέσποινα]], οἰκοκυρά, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45· ἐν χρήσει ὡς [[ἔπαινος]] καλῆς συζύγου, Φίλων 2. 431, Δίων Κ. 56. 3· - περιφρονητικῶς ἐπὶ ἀνδρός, ὁ μένων κατ’ οἶκον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εἰς πόλεμον ἀπερχόμενον, λέοντ’ ἄναλκιν.. οἰκουρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1225, πρβλ. 1626, Δείναρχ. 100. 37· τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰκ. Πλούτ. 2. 751Α· οὕτω, [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 34· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰκουρέω]].
|lstext='''οἰκουρός''': -όν, ([[οὖρος]]), ὁ φυλάττων τὸν οἶκον, ἐπὶ κυνός, Ἀριστοφ. Σφ. 970, πρβλ. Λυσ. 759· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος. Πλούτ. 2. 998Β· οἰκ. [[ὄφις]], ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄφεως τοῦ ἐν Ἀκροπόλει, Ἀριστοφ. Λυσ. 759, πρβλ. Φύλαρχ. 74. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰκουρὸν ὄφιν· τὸν τῆς Πολιάδος φύλακα δράκοντα καὶ οἱ μὲν ἕνα φασίν, οἱ δὲ δύο ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦτον δὲ φύλακα τῆς ἀκροπόλεώς φασιν, ᾧ καὶ μελιτοῦτταν παρατίθεσθαι». ΙΙ. ὁ κατ’ οἶκον μένων· ὡς οὐσιαστ., [[οἰκουρός]], ἡ, [[οἰκοδέσποινα]], οἰκοκυρά, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45· ἐν χρήσει ὡς [[ἔπαινος]] καλῆς συζύγου, Φίλων 2. 431, Δίων Κ. 56. 3· - περιφρονητικῶς ἐπὶ ἀνδρός, ὁ μένων κατ’ οἶκον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εἰς πόλεμον ἀπερχόμενον, λέοντ’ ἄναλκιν.. οἰκουρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1225, πρβλ. 1626, Δείναρχ. 100. 37· τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰκ. Πλούτ. 2. 751Α· οὕτω, [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 34· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰκουρέω]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui garde la maison;<br /><b>II.</b> qui reste à la maison :<br /><b>1</b> sédentaire;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> oisif, inactif.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[οὖρος]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηπ</i>-[[ουρός]], <i>οδ</i>-[[ουρός]]].
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[κηπουρός]], [[οδουρός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουρός:''' -όν ([[οὖρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φυλάσσει το [[σπίτι]], λέγεται για φύλακα [[σκύλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[οἰκουρός]], <i>ἡ</i>, [[κυρία]] του σπιτιού, [[οικοδέσποινα]], [[νοικοκυρά]], σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο [[σπίτι]] του, [[δειλός]], αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, [[δίαιτα]] [[οἰκουρός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''οἰκουρός:''' -όν ([[οὖρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φυλάσσει το [[σπίτι]], λέγεται για φύλακα [[σκύλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[οἰκουρός]], <i>ἡ</i>, [[κυρία]] του σπιτιού, [[οικοδέσποινα]], [[νοικοκυρά]], σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο [[σπίτι]] του, [[δειλός]], αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, [[δίαιτα]] [[οἰκουρός]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰκ-ουρός, όν [[οὖρος]]<br /><b class="num">I.</b> watching the [[house]], of a watchdog, Ar.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[οἰκουρός]], ἡ, the [[mistress]] of the [[house]], [[housekeeper]], Eur.:—[[contemptuously]] of a man, a [[stay]]-at-[[home]], opp. to one who goes [[forth]] to war, Aesch.; so, [[δίαιτα]] οἰκ. Plut.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':o„kourÒj 哀克-烏羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':家-看見(者)<br />'''字義溯源''':料理家務的,管家的,家事的,理家;由([[οἶκος]])*=住處)與([[Οὐρίας]])X*=看管)組成<br />'''出現次數''':總共(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 理家(1) 多2:5
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[stay-at-home]], [[lady of the house]], [[mistress of a house]], [[staying at home]]
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[señora de la casa]] ref. prob. a Neftis ἐλθέ, φάνηθι, ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰκουρός <b class="b3">ven, muéstrate, tú, la diosa llamada señora de la casa</b> P XIa 11
}}
{{trml
|trtx====[[housekeeper]]===
Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل‎ al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: [[huishoudster]]; Finnish: emäntä; French: [[ménagère]]; German: [[Hausfrau]], [[Haushälterin]], [[Haushälter]]; Greek: [[οικονόμος]], [[νοικοκυρά]]; Ancient Greek: [[διοικήτρια]], [[οἰκονόμος]], [[οἰκουρός]]; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: [[casalinga]]; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: [[dona de casa]]; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: [[домработница]], [[экономка]]; Spanish: [[ama de casa]]; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρός Medium diacritics: οἰκουρός Low diacritics: οικουρός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: oikourós Transliteration B: oikouros Transliteration C: oikouros Beta Code: oi)kouro/s

English (LSJ)

οἰκουρόν, (οὖρος B)
A watching the house or keeping the house, of a watch-dog, Ar.V.970; of a cock, Plu.2.998b; οἰκουρὸς ὄφις, of the sacred serpent in the Acropolis, Ar.Lys.759, Phylarch.72 J., Hsch.
II keeping at home: as substantive, οἰκουρός, ἡ, mistress of the house, housekeeper, S.Fr. 487, E.Hec.1277: as adjective, Id.HF45 (masc.); ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰκουρός PLond.1.125v.ΙΙ (v A.D.); used in praise of a good wife, Ph.2.431, D.C.56.3.
2 contemptuously of a man, stay-at-home, opp. one who goes forth to war, λέοντ' ἄναλκιν… οἰκουρόν A.Ag.1225, cf. 1626, Din.1.82; τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰ. Plu.2.751a; δίαιτα οἰκουρός καὶ ἀργή Id.Per.34.

German (Pape)

[Seite 303] das Haus bewachend, hütend; λείπει με τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, Eur. Herc. Fur. 45; Hec. 1277; bes. entfernt vom Kampfe, von den öffentlichen Geschäften, zu Hause bleibend, λέοντ' ἄναλκιν ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, Aesch. Ag. 1198, vgl. 1608, wo es zugleich die Bdtg des Auflauerns hat; Ar. Vesp. 970; bei Din. 1, 82, ἐν ταῖς παρατάξεσιν οἰκουρός, im Gegensatz von πρεσβευτής, der sich der Gesandtschaft entzieht; δίαιτα οἰκ. καὶ ἀργή, Plut. Per. 34; von der Frau, lobend, = häuslich, N.T. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
I. qui garde la maison;
II. qui reste à la maison :
1 sédentaire;
2 en mauv. part oisif, inactif.
Étymologie: οἶκος, οὖρος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκουρός:
1 охраняющий дом, стерегущий (sc. κύων Arph.; ἀλεκτρυών Plut.);
2 не выходящий из дому, т. е. бездеятельный, праздный (δίαιτα Plut.);
3 застоявшийся, затхлый (ἀήρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρός: -όν, (οὖρος), ὁ φυλάττων τὸν οἶκον, ἐπὶ κυνός, Ἀριστοφ. Σφ. 970, πρβλ. Λυσ. 759· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος. Πλούτ. 2. 998Β· οἰκ. ὄφις, ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄφεως τοῦ ἐν Ἀκροπόλει, Ἀριστοφ. Λυσ. 759, πρβλ. Φύλαρχ. 74. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰκουρὸν ὄφιν· τὸν τῆς Πολιάδος φύλακα δράκοντα καὶ οἱ μὲν ἕνα φασίν, οἱ δὲ δύο ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦτον δὲ φύλακα τῆς ἀκροπόλεώς φασιν, ᾧ καὶ μελιτοῦτταν παρατίθεσθαι». ΙΙ. ὁ κατ’ οἶκον μένων· ὡς οὐσιαστ., οἰκουρός, ἡ, οἰκοδέσποινα, οἰκοκυρά, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45· ἐν χρήσει ὡς ἔπαινος καλῆς συζύγου, Φίλων 2. 431, Δίων Κ. 56. 3· - περιφρονητικῶς ἐπὶ ἀνδρός, ὁ μένων κατ’ οἶκον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εἰς πόλεμον ἀπερχόμενον, λέοντ’ ἄναλκιν.. οἰκουρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1225, πρβλ. 1626, Δείναρχ. 100. 37· τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰκ. Πλούτ. 2. 751Α· οὕτω, δίαιτα οἰκ. καὶ ἀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 34· ἴδε ἐν λέξ. οἰκουρέω.

Spanish

señora de la casa

English (Strong)

from οἶκος and ouros (a guard; be "ware"); a stayer at home, i.e. domestically inclined (a "good housekeeper"): keeper at home.

Greek Monolingual

οικουρός, -όν (Α)
1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι
2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)
3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα
4. το θηλ. ως ουσ.οἰκουρός
α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά
β) αξιέπαινη σύζυγος
5. φρ. «οἰκουρὸς ὄφις» — το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουρός (< -Fορός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπουρός, οδουρός].

Greek Monotonic

οἰκουρός: -όν (οὖρος),·
I. αυτός που φυλάσσει το σπίτι, λέγεται για φύλακα σκύλο, σε Αριστοφ.
I. ως ουσ., οἰκουρός, , κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, νοικοκυρά, σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο σπίτι του, δειλός, αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να πάει στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, δίαιτα οἰκουρός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

οἰκ-ουρός, όν οὖρος
I. watching the house, of a watchdog, Ar.
II. as substantive, οἰκουρός, ἡ, the mistress of the house, housekeeper, Eur.:—contemptuously of a man, a stay-at-home, opp. to one who goes forth to war, Aesch.; so, δίαιτα οἰκ. Plut.

Chinese

原文音譯:o„kourÒj 哀克-烏羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:家-看見(者)
字義溯源:料理家務的,管家的,家事的,理家;由(οἶκος)*=住處)與(Οὐρίας)X*=看管)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 理家(1) 多2:5

English (Woodhouse)

stay-at-home, lady of the house, mistress of a house, staying at home

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

señora de la casa ref. prob. a Neftis ἐλθέ, φάνηθι, ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰκουρός ven, muéstrate, tú, la diosa llamada señora de la casa P XIa 11

Translations

housekeeper

Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل‎ al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: huishoudster; Finnish: emäntä; French: ménagère; German: Hausfrau, Haushälterin, Haushälter; Greek: οικονόμος, νοικοκυρά; Ancient Greek: διοικήτρια, οἰκονόμος, οἰκουρός; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: casalinga; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: dona de casa; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: домработница, экономка; Spanish: ama de casa; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia