επιτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτρέπω]] και ιων. τ. [[ἐπιτράπω]]) [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον την [[άδεια]] να κάνει [[κάτι]], [[ανέχομαι]] (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στο γ’ πρόσ.) <i>επιτρέπεται</i><br />δίνεται η [[άδεια]] («επιτρέπεται η [[είσοδος]], το [[κάπνισμα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παραχωρώ]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]] («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] την [[εξουσία]], έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον («τοῑσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κλίση]], [[ροπή]], στρέφομαι σε [[κάτι]] («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ὁ [[μέντοι]] [[ἰπνολέβης]] ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναθέτω]], [[μεταφέρω]] [[δικαίωμα]] ή [[εντολή]], [[κληροδοτώ]] («τοῑσιν θεοὶ ὄλβια δοῑεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν [[ἕκαστος]] κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδίνω]] τον γιο μου για [[εκπαίδευση]]<br /><b>5.</b> [[παραχωρώ]] νόμιμη [[έξοδο]] σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] στην [[κρίση]] άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾱσαν ἐπέτρεψας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται [[κάτι]] («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες [[ἔσχον]] τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιτρέπομαι</i><br />[[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιτρέπω]] περὶ τῶν ὅλων» — [[δίνω]] απεριόριστη [[πληρεξουσιότητα]].
|mltxt=(AM [[ἐπιτρέπω]] και ιων. τ. [[ἐπιτράπω]]) [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον την [[άδεια]] να κάνει [[κάτι]], [[ανέχομαι]] (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στο γ’ πρόσ.) <i>επιτρέπεται</i><br />δίνεται η [[άδεια]] («επιτρέπεται η [[είσοδος]], το [[κάπνισμα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παραχωρώ]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]] («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] την [[εξουσία]], έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον («τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κλίση]], [[ροπή]], στρέφομαι σε [[κάτι]] («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ὁ [[μέντοι]] [[ἰπνολέβης]] ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναθέτω]], [[μεταφέρω]] [[δικαίωμα]] ή [[εντολή]], [[κληροδοτώ]] («τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν [[ἕκαστος]] κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδίνω]] τον γιο μου για [[εκπαίδευση]]<br /><b>5.</b> [[παραχωρώ]] νόμιμη [[έξοδο]] σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] στην [[κρίση]] άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται [[κάτι]] («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες [[ἔσχον]] τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιτρέπομαι</i><br />[[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιτρέπω]] περὶ τῶν ὅλων» — [[δίνω]] απεριόριστη [[πληρεξουσιότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) τρέπω
1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῖν», Αριστοφ.
γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.)
νεοελλ.
(στο γ’ πρόσ.) επιτρέπεται
δίνεται η άδεια («επιτρέπεται η είσοδος, το κάπνισμα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
1. παραχωρώ, εμπιστεύομαι, αναθέτω («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», Ομ. Οδ.)
2. υποχωρώ, ενδίδω («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», Ομ. Ιλ.)
3. διατάζω («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», Ξεν.)
4. δίνω την εξουσία, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον («τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. έχω κλίση, ροπή, στρέφομαι σε κάτι («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», Ομ. Οδ.)
2. ανατρέπω πάνω σε κάτι («ὁ μέντοι ἰπνολέβης ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», Λουκιαν.)
3. αναθέτω, μεταφέρω δικαίωμα ή εντολή, κληροδοτώ («τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», Ομ. Οδ.)
4. παραδίνω τον γιο μου για εκπαίδευση
5. παραχωρώ νόμιμη έξοδο σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)
6. αφήνω στην κρίση άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», Αριστοφ.)
7. παραχωρώ, χαρίζω («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας», Ομ. Ιλ.)
8. (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται κάτι («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν», Ηρόδ.)
9. μέσ. ἐπιτρέπομαι
χρησιμοποιώ κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», Ξεν.)
10. φρ. «ἐπιτρέπω περὶ τῶν ὅλων» — δίνω απεριόριστη πληρεξουσιότητα.