φιαρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fiaros
|Transliteration C=fiaros
|Beta Code=fiaro/s
|Beta Code=fiaro/s
|Definition=ή, όν, a word used by Alex. Poets, [[gleaming]], [[shining]], of the dawn, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>257</span>; αἴγλῃσιν φιαρῇσι <span class="bibl">Max.594</span>; generally, [[bright]], of a young girl, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς <span class="bibl">Theoc. 11.21</span>; φιαρὸν δέμας <span class="bibl">Max.443</span>; [[sleek]], of a bird, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 387</span>; of cream, <b class="b3">φιαρὴ γρῆϋς</b> ib.<span class="bibl">91</span>.
|Definition=φιαρή, φιαρόν, a word used by Alex. Poets, [[gleaming]], [[shining]], of the dawn, Call.''Fr.''257; αἴγλῃσιν φιαρῇσι Max.594; generally, [[bright]], of a young girl, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Theoc. 11.21; φιαρὸν δέμας Max.443; [[sleek]], of a bird, Nic.''Al.'' 387; of cream, <b class="b3">φιαρὴ γρῆϋς</b> ib.91.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> brillant de force et de santé, luisant d'embonpoint ; <i>p. ext.</i> gras;<br /><b>2</b> [[brillant]] <i>en parl. de la peau qui se forme sur le lait</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῖαρ]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> [[brillant de force et de santé]], [[luisant d'embonpoint]] ; <i>p. ext.</i> gras;<br /><b>2</b> [[brillant]] <i>en parl. de la peau qui se forme sur le lait</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῖαρ]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[φιερός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] ή για [[μέλος]] του) [[στιλπνός]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[παχύς]] («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για την [[κρέμα]] του [[γάλατος]]) [[λιπαρός]] («φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. [[φιαρός]] είχε συνδεθεί με το επίθ. [[πιαρός]] «[[παχύς]]». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. του [[πιαρός]] με εκφραστική δάσυνση του <i>π</i>, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιαρός]] με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -<i>ι</i>- στους δύο τ. (<b>πρβλ.</b> <i>πῑαρός</i>, [[αλλά]] <i>φῐαρός</i>)].
|mltxt=και ιων. τ. [[φιερός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] ή για [[μέλος]] του) [[στιλπνός]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[παχύς]] («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για την [[κρέμα]] του [[γάλατος]]) [[λιπαρός]] («φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. [[φιαρός]] είχε συνδεθεί με το επίθ. [[πιαρός]] «[[παχύς]]». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. του [[πιαρός]] με εκφραστική δάσυνση του <i>π</i>, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιαρός]] με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -<i>ι</i>- στους δύο τ. (<b>πρβλ.</b> <i>πῖαρός</i>, [[αλλά]] <i>φῐαρός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φιαρός''': {phiarós}<br />'''Meaning''': [[leuchtend]], [[glänzend]], [[fettglänzend]], [[hell]] (alexandr. Dicht.), φιαρύνει· λαμπρύνει H.<br />'''Etymology''': Expressives Adj. ohne Etymologie, an [[πιαρός]] und [[φαιδρός]] erinnernd (vgl. Prellwitz [[sub verbo|s.v.]] und Chantraine Form. 227); Kreuzung? Unbefriedigende Analyse bei Specht Ursprung 199.<br />'''Page''' 2,1017
|ftr='''φιαρός''': {phiarós}<br />'''Meaning''': [[leuchtend]], [[glänzend]], [[fettglänzend]], [[hell]] (alexandr. Dicht.), φιαρύνει· λαμπρύνει H.<br />'''Etymology''': Expressives Adj. ohne Etymologie, an [[πιαρός]] und [[φαιδρός]] erinnernd (vgl. Prellwitz [[sub verbo|s.v.]] und Chantraine Form. 227); Kreuzung? Unbefriedigende Analyse bei Specht Ursprung 199.<br />'''Page''' 2,1017
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐᾰρός Medium diacritics: φιαρός Low diacritics: φιαρός Capitals: ΦΙΑΡΟΣ
Transliteration A: phiarós Transliteration B: phiaros Transliteration C: fiaros Beta Code: fiaro/s

English (LSJ)

φιαρή, φιαρόν, a word used by Alex. Poets, gleaming, shining, of the dawn, Call.Fr.257; αἴγλῃσιν φιαρῇσι Max.594; generally, bright, of a young girl, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Theoc. 11.21; φιαρὸν δέμας Max.443; sleek, of a bird, Nic.Al. 387; of cream, φιαρὴ γρῆϋς ib.91.

German (Pape)

[Seite 1273] ion. φιερός, leuchtend, glänzend, hell; nach Galen λαμπρὸς ὑπὸ ὑγρότητος; Nic. φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γρῆ ϋν Al. 91, von der Fetthaut auf der stehenden Milch, Schol. τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τοῦ γάλακτος; vgl. Philostr. imagg. 1, 31 und Theocr. bei Ath. VI, 284 a; übh. fett, ὄρνις Nic. Al. 387; auch, wie λιπαρός, von der glänzenden Oberfläche des Leibes od. einzelner Glieder, die in frischer Gesundheit u. jugendlicher Fülle strotzen. φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμῆς Theocr. 11, 21, von einem jungen Mädchen gesagt. – Schon die Alten leiteten es von φάος ab, schwerlich richtig, obgleich im E. M. aus Callim. φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως angeführt wird, Andere von πῖαρ, πιαρός. – Buttmann nimmt zwei Grundbedeutungen an, die eine von φῶς, wie μνιαρός von μνοῦς gebildet, die andere von φύω, wie θίασος von θύω, compact, fest.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 brillant de force et de santé, luisant d'embonpoint ; p. ext. gras;
2 brillant en parl. de la peau qui se forme sur le lait.
Étymologie: πῖαρ.

Russian (Dvoretsky)

φιᾰρός: блистающий, блещущий (Γαλάτεια Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

φιᾰρός: -ά, -όν, λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, λαμπρός, λάμπων, ἐπὶ τῆς ἕω, φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως Καλλ. Ἀποσπ. 257· αἴγλῃσι φιαρῇσι Μάξ. Περὶ Καταρχ. 594· ἀκολούθως καθόλου, λαμπρός, ζωηρός, ἐπὶ νεαρᾶς κόρης, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Θεόκρ. 11. 21· ἐπὶ ἰχθύος, λιπαρός, ὁ γὰρ φιαρώτατος ἄλλων ὁ αὐτ. 31. 4· φιαρὸν δέμας Μάξιμ. Περὶ Καταρχ. 443· ἐπὶ πτηνοῦ, παχύ, Νικ. Ἀλεξιφ. 387· ἐπὶ τοῦ ἄνθους τοῦ γάλακτος, «κρέμας», φιαρήν... γρῆϋν, τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τὸν ἐπὶ τοῦ γάλακτος γινόμενον, Τουρκ. «καϊμάκι», αὐτόθι 91. (Κατὰ τὸν Μ. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, ὡς εἰ ὁ ἀρχικ. τύπος ἦν πιF-αρός, πρβλ. Σανσκρ. piv-aras (pinguis), ἀλλ’ ὁ Curt. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης ὡς καὶ ἐν τῇ λέξ. φιάλη, σ. 498).

Greek Monolingual

και ιων. τ. φιερός, -ή, -όν, Α
1. λαμπρός, φωτεινός
2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος
3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)
4. (ιδίως για την κρέμα του γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. φιαρός είχε συνδεθεί με το επίθ. πιαρός «παχύς». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. του πιαρός με εκφραστική δάσυνση του π, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε < φαιδρός + πιαρός με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -ι- στους δύο τ. (πρβλ. πῖαρός, αλλά φῐαρός)].

Greek Monotonic

φῐᾰρός: -ά, -όν, λαμπερός, λαμπρός (συγγενές προς το πίων, pinguis?).

Middle Liddell

φιᾰρός, ή, όν
shining, bright, Theocr. [Akin to πίων, pinguis.]

Frisk Etymology German

φιαρός: {phiarós}
Meaning: leuchtend, glänzend, fettglänzend, hell (alexandr. Dicht.), φιαρύνει· λαμπρύνει H.
Etymology: Expressives Adj. ohne Etymologie, an πιαρός und φαιδρός erinnernd (vgl. Prellwitz s.v. und Chantraine Form. 227); Kreuzung? Unbefriedigende Analyse bei Specht Ursprung 199.
Page 2,1017