μετανίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><br /><b class="num">I.</b> to [[pass]] [[over]] to the [[other]] [[side]], Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was [[passing]] [[over]] the meridian, Hom.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to go [[after]], [[pursue]], Eur.: also to win, get [[possession]] of, Pind.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[pass]] [[over]] to the [[other]] [[side]], Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was [[passing]] [[over]] the meridian, Hom.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to go [[after]], [[pursue]], Eur.: also to win, get [[possession]] of, Pind.
}}
}}

Revision as of 11:22, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 151] (s. νίσσομαι), hinüber, auf die andere Seite gehen; ἦμος δ' Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Il. 16, 779, Od. 9, 58, sobald Helios zum Stierabspannen, d. i. zur abendlichen Seite des Himmels hinüberwandelte; – nach Einem gehen, um ihn zu erreichen, μετανίσσεαι αὐτόν, Pind. P. 5, 8; Eur. Troad. 131.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se diriger d'un autre côté, s'en aller, s'éloigner.
Étymologie: μετά, νίσσομαι.

Russian (Dvoretsky)

μετανίσσομαι:
1 переходить: ἦμος δ᾽ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε Hom. когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т. е. к вечеру;
2 приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять (τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μετανίσσομαι: ἀποθετ., πορεύομαι, μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἦμος δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, διώκω, Εὐρ. Τρῳ. 131· ὡσαύτως, κερδαίνω, λαμβάνω κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· ἀπέρχομαι εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 (ἔνθα μετανείσεται).

English (Autenrieth)

pass over (the meridian), of the sun, only w. βουλῦτόνδε.

Greek Monotonic

μετανίσσομαι:I. αποθ., περνώ στην άλλη πλευρά, Ἠέλιος μετενίσσετο, ο ήλιος περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.
II. με αιτ., επιδιώκω, στοχεύω, σε Ευρ.· επίσης, νικώ, αποκτώ κυριότητα, σε Πίνδ.

Middle Liddell


I. to pass over to the other side, Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was passing over the meridian, Hom.
II. c. acc. to go after, pursue, Eur.: also to win, get possession of, Pind.