ἐφημερία: Difference between revisions

From LSJ
(c1)
m (elru replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efimeria
|Transliteration C=efimeria
|Beta Code=e)fhmeri/a
|Beta Code=e)fhmeri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">division</b> of the priests <b class="b2">for the daily service of the temple</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ch.</span> 23.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ne.</span>23.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>1.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> the <b class="b2">service</b> itself, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.16</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[division]] of the [[priest]]s for the [[daily]] [[service]] of the [[temple]], [[LXX]] 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5.<br><span class="bld">2</span> the [[daily]] [[service]] itself, [[LXX]] 1 Es.1.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1117.png Seite 1117]] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1117.png Seite 1117]] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[service quotidien des prêtres dans le temple]] <i>chez les Juifs</i>;<br /><b>2</b> [[ordre de succession des prêtres pour le service du temple pendant le jour SEPT]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐφήμερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφημερία:''' ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения [[NT]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐφημερία''': ἡ, [[τάξις]] ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἐφημερία]], ἡ [[πατριά]], λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας [[λειτουργία]]». 2) ἱερατικὴ [[ὑπηρεσία]] ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη [[λειτουργία]] ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἐφήμερος]]; [[diurnality]], i.e. ([[specially]]) the [[quotidian]] [[rotation]] or class of the Jewish priests' [[service]] at the Temple, as distributed by families: [[course]].
}}
{{Thayer
|txtha=ἐφημερίας, ἡ (efeemerios], [[ἐφημέριον]], by [[day]], [[lasting]] or acting for a [[day]], [[daily]]), a [[word]] [[not]] [[found]] in [[secular]] authors; the Sept. in Chronicles and Nehemiah;<br /><b class="num">1.</b> a [[service]] [[limited]] to a stated [[series]] of days (cf. German Tagdienst, Wochendienst); so used of the [[service]] of the priests and Levites: Wöchnerzunft): Josephus calls πατριαί and ἐφημεριδες, Antiquities 7,14, 7; de vita sua1; Suidas, [[ἐφημερία]]. ἡ [[πατριά]] λέγεται δέ καί ἡ τῆς ἡμέρας [[λειτουργία]]. Cf. Fritzsche, [[commentary]] on 3Esdras, p. 12. (BB. DD. [[under]] the [[word]]  Priests; Edersheim, Jesus the Messiah, [[book]] ii., [[chapter]] iii.)
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐφημερία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρεσία]] ημέρας, [[επίβλεψη]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία ο [[ιερέας]] εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν [[μαζί]] του στον ναό<br /><b>3.</b> η [[ενορία]] του ιερέα, το [[σύνολο]] τών ενοριτών του ναού στον οποίο διακονεί [[κάποιος]] [[ιερέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάξη]] ιερέων οι οποίοι τελούσαν την [[ιεροτελεστία]] στον ναό της Ιερουσαλήμ [[κάθε]] [[εβδομάδα]]<br /><b>2.</b> η [[υπηρεσία]] τών ιερέων αυτών στον ναό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ ἐφημερίας» ή «ἐξ ἐφημερίας» — εκ περιτροπής, κατ' εναλλαγήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφήμερος]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] 2 και 3 <span style="color: red;"><</span> [[εφημέριος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφημερία:''' ἡ (ἐφ'ἡμέραν), λέγεται για ιερείς, [[σειρά]] της καθημερινής ιερουργίας, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐφημερία]], ἡ,<br />ἐφ' ἡμέραν, for the [[daily]] [[service]] of the [[temple]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™fhmer⋯a 誒弗-誒姆里阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':在上-日 相當於: ([[מַחֲלֹקֶת]]&#x200E;)  ([[מִשְׁמֶרֶת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':日誌,值班,班次,班;源自([[ἐφήμερος]])=每日的);由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[ἡμέρα]])*=日)組成<br />'''出現次數''':總共(2);路(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 班(1) 路1:8;<br />2) 班次(1) 路1:5
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερία Medium diacritics: ἐφημερία Low diacritics: εφημερία Capitals: ΕΦΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: ephēmería Transliteration B: ephēmeria Transliteration C: efimeria Beta Code: e)fhmeri/a

English (LSJ)

ἡ,
A division of the priests for the daily service of the temple, LXX 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5.
2 the daily service itself, LXX 1 Es.1.16.

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service quotidien des prêtres dans le temple chez les Juifs;
2 ordre de succession des prêtres pour le service du temple pendant le jour SEPT.
Étymologie: ἐφήμερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐφημερία: ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφημερία: ἡ, τάξις ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐφημερία, ἡ πατριά, λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία». 2) ἱερατικὴ ὑπηρεσία ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη λειτουργία ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.

English (Strong)

from ἐφήμερος; diurnality, i.e. (specially) the quotidian rotation or class of the Jewish priests' service at the Temple, as distributed by families: course.

English (Thayer)

ἐφημερίας, ἡ (efeemerios], ἐφημέριον, by day, lasting or acting for a day, daily), a word not found in secular authors; the Sept. in Chronicles and Nehemiah;
1. a service limited to a stated series of days (cf. German Tagdienst, Wochendienst); so used of the service of the priests and Levites: Wöchnerzunft): Josephus calls πατριαί and ἐφημεριδες, Antiquities 7,14, 7; de vita sua1; Suidas, ἐφημερία. ἡ πατριά λέγεται δέ καί ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία. Cf. Fritzsche, commentary on 3Esdras, p. 12. (BB. DD. under the word Priests; Edersheim, Jesus the Messiah, book ii., chapter iii.)

Greek Monolingual

η (Α ἐφημερία)
νεοελλ.
1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό
3. η ενορία του ιερέα, το σύνολο τών ενοριτών του ναού στον οποίο διακονεί κάποιος ιερέας
αρχ.
1. τάξη ιερέων οι οποίοι τελούσαν την ιεροτελεστία στον ναό της Ιερουσαλήμ κάθε εβδομάδα
2. η υπηρεσία τών ιερέων αυτών στον ναό
3. φρ. «κατὰ ἐφημερίας» ή «ἐξ ἐφημερίας» — εκ περιτροπής, κατ' εναλλαγήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος. Με τη νεοελλ. σημασία 2 και 3 < εφημέριος].

Greek Monotonic

ἐφημερία: ἡ (ἐφ'ἡμέραν), λέγεται για ιερείς, σειρά της καθημερινής ιερουργίας, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐφημερία, ἡ,
ἐφ' ἡμέραν, for the daily service of the temple, NTest.

Chinese

原文音譯:™fhmer⋯a 誒弗-誒姆里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-日 相當於: (מַחֲלֹקֶת‎) (מִשְׁמֶרֶת‎)
字義溯源:日誌,值班,班次,班;源自(ἐφήμερος)=每日的);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 班(1) 路1:8;
2) 班次(1) 路1:5