πρᾶσις: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(34)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prasis
|Transliteration C=prasis
|Beta Code=pra=sis
|Beta Code=pra=sis
|Definition=εως, Ion. πρῆσις, ιος, <span class="title">Schwyzer</span> 688<span class="title">C</span>6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: (πέρνημι):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sale</b>, ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται <span class="bibl">Hdt.1.153</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>909</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>223d</span>; <b class="b3">ἐπὶ πρήσι</b> for <b class="b2">sale</b>, <span class="bibl">Hdt.4.17</span>; κατὰ πρᾶσιν <span class="bibl">Hermipp.63.15</span>; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος <span class="bibl">Aeschin.1.115</span>; εὑρεῖν π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>567</span>; π. αἰτεῖν <span class="bibl">Eup.225</span>: pl., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1291a5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of legal documents, <b class="b2">contract for farming of taxes, sale</b>, etc., <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 55.16</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>95.13</span> (ii A.D.), etc.</span>
|Definition=-εως, Ion. [[πρῆσις]], ιος, ''Schwyzer'' 688''C''6 (Chios, v B.C.), [[Herodotus|Hdt.]] (v. infr.), ἡ: ([[πέρνημι]]):—<br><span class="bld">A</span> [[sale]], ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται [[Herodotus|Hdt.]]1.153, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''909, Pl.''Sph.''223d; <b class="b3">ἐπὶ πρήσι</b> for [[sale]], [[Herodotus|Hdt.]]4.17; κατὰ πρᾶσιν Hermipp.63.15; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.115; [[εὑρεῖν]] π. Ar.''Fr.''567; π. αἰτεῖν Eup.225: pl., Arist.''Pol.''1291a5.<br><span class="bld">II</span> of [[legal]] documents, [[contract]] for [[farming]] of [[tax]]es, [[sale]], etc., ''PRev.Laws'' 55.16 (iii B.C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''95.13 (ii A.D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] ἡ, ion. [[πρῆσις]], das Verkaufen; ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾶσιν, Soph. frg. 756; Her. 1, 153. 4, 17; τῶν σιτίων καὶ ποτῶν, Plat. Soph. 224 a u. öfter; Ggstz ὠνή, ibd. 223 d; πρᾶσιν ποιεῖσθαι, verkaufen, Legg. VIII, 849 b, wie Aesch.. 1, 115; πρᾶσιν αἰτεῖσθαι, von Sklaven gesagt, die verkauft zu werden verlangen, Plut. Thes. 36; Luc. D. D. 27, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] ἡ, ion. [[πρῆσις]], das [[Verkaufen]]; ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾶσιν, Soph. frg. 756; Her. 1, 153. 4, 17; τῶν σιτίων καὶ ποτῶν, Plat. Soph. 224 a u. öfter; <span class="ggns">Gegensatz</span> ὠνή, ibd. 223 d; πρᾶσιν ποιεῖσθαι, verkaufen, Legg. VIII, 849 b, wie Aesch.. 1, 115; πρᾶσιν αἰτεῖσθαι, von Sklaven gesagt, die verkauft zu werden verlangen, Plut. Thes. 36; Luc. D. D. 27, 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[vente]].<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρᾶσις -εως, ἡ, Ion. πρῆσις [πιπράσκω] [[verkoop]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾶσις:''' ион. [[πρῆσις]], εως ἡ [[продажа]]: ὠνῇ τε καὶ πρήσι [[χρέεσθαι]] Her. совершать куплю и продажу; ἐπὶ πρήσι Her. для продажи; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Plat. совершать продажу, продавать.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, και ιων. τ. [[πρῆσις]], -ιος, ΝΑ<br /><b>φρ.</b> «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»<br />(αττ. δίκ.) [[τύπος]] εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης [[κατά]] τη [[σύναψη]] δανείου από τον οφειλέτη [[προς]] τον πιστωτή, [[κατά]] τον οποίο ο [[δανειστής]] γινόταν [[αμέσως]] [[κύριος]] ενός περιουσιακού στοιχείου [[συνήθως]] ακινήτου, που του προσφερόταν ως [[εγγύηση]] από τον δανειζόμενο υπό [[μορφή]] πώλησης [[ωσότου]] εξοφληθεί το [[χρέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πώληση]] («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε νομικά έγγραφα) [[συμβόλαιο]] [[προς]] [[μίσθωση]] φορολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>περᾱ</i> του [[πέρνημι]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρᾱ</i>-<i>σκω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾶσις:''' -εως, Ιων. [[πρῆσις]], -ιος, ἡ (πι-πράσκω), [[πώληση]], [[εμπόρευμα]], <i>ὠνῇ τε καὶ πρήσι</i> (Ιων. δοτ.) [[χρέωνται]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπὶ πρήσι</i>, προς [[πώληση]], στον ίδ.· <i>πρᾶσιν ποιεῖσθαι</i>, σε Αισχίν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρᾶσις''': -εως, Ἰων. [[πρῆσις]], ιος, ἡ· ([[πιπράσκω]])· ― [[πώλησις]], ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ἰων.) χρέονται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 756, Πλάτ. Σοφιστ. 223D· ἐπὶ πρήσι, πρὸς πώλησιν, Ἡρόδ. 4. 17· κατὰ πρᾶσιν Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 15· πρᾶσιν ἀγῶνος ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 16. 22· εὑρεῖν πρ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 477· πρ. αἰτεῖν Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 33· ― πληθ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10.
|lstext='''πρᾶσις''': -εως, Ἰων. [[πρῆσις]], ιος, ἡ· ([[πιπράσκω]])· ― [[πώλησις]], ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ἰων.) χρέονται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 756, Πλάτ. Σοφιστ. 223D· ἐπὶ πρήσι, πρὸς πώλησιν, Ἡρόδ. 4. 17· κατὰ πρᾶσιν Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 15· πρᾶσιν ἀγῶνος ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 16. 22· εὑρεῖν πρ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 477· πρ. αἰτεῖν Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 33· ― πληθ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=εως (ἡ) :<br />vente.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
|mdlsjtxt=[[πρᾶσις]], εως, [[πιπράσκω]]<br />a [[selling]], [[sale]], ὠνῇ τε καὶ πρήσι (ionic dat.) [[χρέονται]] Hdt.; ἐπὶ πρήσι for [[sale]], Hdt.; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Aeschin.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[selling]]
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=-εως, και ιων. τ. [[πρῆσις]], -ιος, ΝΑ<br /><b>φρ.</b> «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»<br />(αττ. δίκ.) [[τύπος]] εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης [[κατά]] τη [[σύναψη]] δανείου από τον οφειλέτη [[προς]] τον πιστωτή, [[κατά]] τον οποίο ο [[δανειστής]] γινόταν [[αμέσως]] [[κύριος]] ενός περιουσιακού στοιχείου [[συνήθως]] ακινήτου, που του προσφερόταν ως [[εγγύηση]] από τον δανειζόμενο υπό [[μορφή]] πώλησης [[ωσότου]] εξοφληθεί το [[χρέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πώληση]] («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε νομικά έγγραφα) [[συμβόλαιο]] [[προς]] [[μίσθωση]] φορολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>περᾱ</i> του [[πέρνημι]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρᾱ</i>-<i>σκω</i>)].
|trtx====[[sale]]===
Albanian: shitje; Arabic: بَيْع‎; Moroccan Arabic: بيع‎; Armenian: վաճառք; Asturian: venta; Azerbaijani: satış; Belarusian: продаж; Bengali: বিক্রয়; Bulgarian: продажба; Catalan: venda; Central Atlas Tamazight: ⴰⵣⵏⵣⵉ; Chechen: йохкар; Chinese Mandarin: 銷售/销售; Czech: prodej; Danish: salg; Dolgan: атыы; Dutch: [[verkoop]]; Esperanto: vendo, vendado; Estonian: müük; Farefare: koosgo; Finnish: myynti; French: [[vente]]; Galician: venda; Georgian: გაყიდვა; German: [[Verkauf]]; Greek: [[πώληση]]; Ancient Greek: [[ἀγορά]], [[ἀγορή]], [[ἀλλοτρίωσις]], [[ἀπεμπολή]], [[ἀπεμπόλησις]], [[ἀπόδοσις]], [[ἀπόπρασις]], [[ἀπυδοσμός]], [[διάθεσις]], [[διαπέρασις]], [[διάπρασις]], [[ἔκπρασις]], [[ἐκπωλά]], [[ἐμπωλή]], [[ἐξαλλοτρίωσις]], [[πρᾶσις]], [[πρῆσις]], [[πώλημα]], [[πώλησις]]; Hebrew: מְכִירָה‎; Higaonon: tinda; Hindi: विक्रय, बिक्री; Hungarian: eladás, árusítás; Icelandic: sala; Interlingua: vendita; Italian: [[vendita]]; Japanese: 販売; Kazakh: сату; Korean: 판매(販賣); Kurdish Northern Kurdish: firotin; Kyrgyz: сатуу; Lao: ການຂາຍ; Latgalian: puordūšona, puordavums; Latin: [[venum]], [[venditio]]; Latvian: pārdošana; Lithuanian: pardavimas; Macedonian: продажба; Malay: jualan, penjualan; Mongolian Cyrillic: борлуулалт, худалдаа; Moore: koosgo; Norman: vente; Norwegian Bokmål: salg; Occitan: venda; Persian: فروش‎; Polish: sprzedaż; Portuguese: [[venda]]; Quechua: rantikuy, qhatuy; Romanian: vânzare, vindere; Russian: [[продажа]]; Serbo-Croatian Cyrillic: про̏даја; Roman: prȍdaja; Slovak: predaj; Slovene: prodaja; Somali: iib; Spanish: [[venta]]; Swedish: försäljning; Tagalog: pagbili; Tajik: фурӯш; Tashelhit: ⴰⵣⵏⵣⵉ; Telugu: అమ్మకము; Thai: การขาย; Turkish: satış; Turkmen: satuw; Ukrainian: продаж, спродаж; Uzbek: sotish; Vietnamese: sự bán; Walloon: vindaedje, vinte; Yiddish: פֿאַרקויף‎
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾶσις Medium diacritics: πρᾶσις Low diacritics: πράσις Capitals: ΠΡΑΣΙΣ
Transliteration A: prâsis Transliteration B: prasis Transliteration C: prasis Beta Code: pra=sis

English (LSJ)

-εως, Ion. πρῆσις, ιος, Schwyzer 688C6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: (πέρνημι):—
A sale, ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται Hdt.1.153, cf. S.Fr.909, Pl.Sph.223d; ἐπὶ πρήσι for sale, Hdt.4.17; κατὰ πρᾶσιν Hermipp.63.15; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.115; εὑρεῖν π. Ar.Fr.567; π. αἰτεῖν Eup.225: pl., Arist.Pol.1291a5.
II of legal documents, contract for farming of taxes, sale, etc., PRev.Laws 55.16 (iii B.C.), POxy.95.13 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 694] ἡ, ion. πρῆσις, das Verkaufen; ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾶσιν, Soph. frg. 756; Her. 1, 153. 4, 17; τῶν σιτίων καὶ ποτῶν, Plat. Soph. 224 a u. öfter; Gegensatz ὠνή, ibd. 223 d; πρᾶσιν ποιεῖσθαι, verkaufen, Legg. VIII, 849 b, wie Aesch.. 1, 115; πρᾶσιν αἰτεῖσθαι, von Sklaven gesagt, die verkauft zu werden verlangen, Plut. Thes. 36; Luc. D. D. 27, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vente.
Étymologie: πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρᾶσις -εως, ἡ, Ion. πρῆσις [πιπράσκω] verkoop.

Russian (Dvoretsky)

πρᾶσις: ион. πρῆσις, εως ἡ продажа: ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέεσθαι Her. совершать куплю и продажу; ἐπὶ πρήσι Her. для продажи; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Plat. совершать продажу, продавать.

Greek Monolingual

-εως, και ιων. τ. πρῆσις, -ιος, ΝΑ
φρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»
(αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου συνήθως ακινήτου, που του προσφερόταν ως εγγύηση από τον δανειζόμενο υπό μορφή πώλησης ωσότου εξοφληθεί το χρέος
αρχ.
1. πώληση («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», Ηρόδ.)
2. (σε νομικά έγγραφα) συμβόλαιο προς μίσθωση φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω)].

Greek Monotonic

πρᾶσις: -εως, Ιων. πρῆσις, -ιος, ἡ (πι-πράσκω), πώληση, εμπόρευμα, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ιων. δοτ.) χρέωνται, σε Ηρόδ.· ἐπὶ πρήσι, προς πώληση, στον ίδ.· πρᾶσιν ποιεῖσθαι, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾶσις: -εως, Ἰων. πρῆσις, ιος, ἡ· (πιπράσκω)· ― πώλησις, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ἰων.) χρέονται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 756, Πλάτ. Σοφιστ. 223D· ἐπὶ πρήσι, πρὸς πώλησιν, Ἡρόδ. 4. 17· κατὰ πρᾶσιν Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 15· πρᾶσιν ἀγῶνος ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 16. 22· εὑρεῖν πρ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 477· πρ. αἰτεῖν Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 33· ― πληθ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10.

Middle Liddell

πρᾶσις, εως, πιπράσκω
a selling, sale, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (ionic dat.) χρέονται Hdt.; ἐπὶ πρήσι for sale, Hdt.; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Aeschin.

English (Woodhouse)

selling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

sale

Albanian: shitje; Arabic: بَيْع‎; Moroccan Arabic: بيع‎; Armenian: վաճառք; Asturian: venta; Azerbaijani: satış; Belarusian: продаж; Bengali: বিক্রয়; Bulgarian: продажба; Catalan: venda; Central Atlas Tamazight: ⴰⵣⵏⵣⵉ; Chechen: йохкар; Chinese Mandarin: 銷售/销售; Czech: prodej; Danish: salg; Dolgan: атыы; Dutch: verkoop; Esperanto: vendo, vendado; Estonian: müük; Farefare: koosgo; Finnish: myynti; French: vente; Galician: venda; Georgian: გაყიდვა; German: Verkauf; Greek: πώληση; Ancient Greek: ἀγορά, ἀγορή, ἀλλοτρίωσις, ἀπεμπολή, ἀπεμπόλησις, ἀπόδοσις, ἀπόπρασις, ἀπυδοσμός, διάθεσις, διαπέρασις, διάπρασις, ἔκπρασις, ἐκπωλά, ἐμπωλή, ἐξαλλοτρίωσις, πρᾶσις, πρῆσις, πώλημα, πώλησις; Hebrew: מְכִירָה‎; Higaonon: tinda; Hindi: विक्रय, बिक्री; Hungarian: eladás, árusítás; Icelandic: sala; Interlingua: vendita; Italian: vendita; Japanese: 販売; Kazakh: сату; Korean: 판매(販賣); Kurdish Northern Kurdish: firotin; Kyrgyz: сатуу; Lao: ການຂາຍ; Latgalian: puordūšona, puordavums; Latin: venum, venditio; Latvian: pārdošana; Lithuanian: pardavimas; Macedonian: продажба; Malay: jualan, penjualan; Mongolian Cyrillic: борлуулалт, худалдаа; Moore: koosgo; Norman: vente; Norwegian Bokmål: salg; Occitan: venda; Persian: فروش‎; Polish: sprzedaż; Portuguese: venda; Quechua: rantikuy, qhatuy; Romanian: vânzare, vindere; Russian: продажа; Serbo-Croatian Cyrillic: про̏даја; Roman: prȍdaja; Slovak: predaj; Slovene: prodaja; Somali: iib; Spanish: venta; Swedish: försäljning; Tagalog: pagbili; Tajik: фурӯш; Tashelhit: ⴰⵣⵏⵣⵉ; Telugu: అమ్మకము; Thai: การขาย; Turkish: satış; Turkmen: satuw; Ukrainian: продаж, спродаж; Uzbek: sotish; Vietnamese: sự bán; Walloon: vindaedje, vinte; Yiddish: פֿאַרקויף‎