τριπλάσιος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triplasios | |Transliteration C=triplasios | ||
|Beta Code=tripla/sios | |Beta Code=tripla/sios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[thrice as many]], [[thrice as much]], [[thrice as great as]], c. gen., ὄρνις τ. Κλεωνύμου [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''88, etc.; τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''756d; τριπλασίοις αὑτῶν Id.''R.''422c; τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31: abs., <b class="b3">τ. δύναμιν εἶχε</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς προτέρας</b>) X.''An.''7.4.21; τ. διαστήματα Pl.''Ti.''36a; [[τριπλάσιον]], opp. [[τριτημόριον]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1020b27.<br><span class="bld">2</span> neut. as adverb, <b class="b3">τριπλάσιον κεκράξομαί σου</b> [[thrice as much as]] you, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''285 (lyr.), cf. 718:—regul. Adv. [[τριπλασίως]] Sch.B Il.21.80, [[varia lectio|v.l.]] in [[LXX]] ''Si.''43.4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /> | |btext=α, ον :<br />[[triple]] ; <i>adv.</i> • [[τριπλάσιον]] = [[trois fois autant]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[-πλάσιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τριπλάσιος -α -ον [τρι -, ~ διπλάσιος] drievoudig, drie maal zo groot, met gen.: ὄρνις τριπλάσιον Κλεωνύμου een vogel drie maal zo groot als Cleonymus Aristoph. Ach. 88; τριπλάσιον κεκράξομαί σου ik zal driemaal zo luid schreeuwen als jij Aristoph. Eq. 285. | |elnltext=τριπλάσιος -α -ον [τρι -, ~ διπλάσιος] [[drievoudig]], [[drie maal zo groot]], met gen.: ὄρνις τριπλάσιον Κλεωνύμου een vogel drie maal zo groot als Cleonymus Aristoph. Ach. 88; τριπλάσιον κεκράξομαί σου ik zal driemaal zo luid schreeuwen als jij Aristoph. Eq. 285. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[τριπλασίων]]; Ar. <i>Ach</i>. 88; τινός, Plat. <i>Polit</i>. 257a; τῆς [[τιμῆς]] τριπλάσιον <i>Legg</i>. XI.916d; τριπλασίαν δύναμιν εἶχε Xen. <i>An</i>. 7.4.21, ''[[sc.]]'' τῆς προτέρας, od. mit ἤ, καὶ τοῦτον τριπλασίας [[τιμῆς]] ἢ [[πρότερον]] διατιθέμενοι Dem. 42.31. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τριπλάσιος:''' (ᾰ) утроенный, тройной: τ. τινος Arph., Plat. втрое больше кого(чего)-л.; τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. иметь втрое больше войска. | |elrutext='''τριπλάσιος:''' (ᾰ) [[утроенный]], [[тройной]]: τ. τινος Arph., Plat. втрое больше кого(чего)-л.; τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. иметь втрое больше войска. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐπλᾰ́σιος, η, ον<br /><b class="num">I.</b> [[thrice]] as [[many]], [[thrice]] as [[much]], [[thrice]] as [[great]] as, c. gen., Ar., Plat., etc.: —absol., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρασ) Xen.<br /><b class="num">II.</b> τριπλάσιον as adv., τριπλάσιον [[thrice]] as [[much]], Ar. | |mdlsjtxt=τρῐπλᾰ́σιος, η, ον<br /><b class="num">I.</b> [[thrice]] as [[many]], [[thrice]] as [[much]], [[thrice]] as [[great]] as, c. gen., Ar., Plat., etc.: —absol., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (''[[sc.]]'' τῆς προτέρασ) Xen.<br /><b class="num">II.</b> τριπλάσιον as adv., τριπλάσιον [[thrice]] as [[much]], Ar. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[three times as much]], [[thrice as much]] | |woodrun=[[three times as much]], [[thrice as much]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
α, ον,
A thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen., ὄρνις τ. Κλεωνύμου Ar.Ach.88, etc.; τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Pl.Lg.756d; τριπλασίοις αὑτῶν Id.R.422c; τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31: abs., τ. δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρας) X.An.7.4.21; τ. διαστήματα Pl.Ti.36a; τριπλάσιον, opp. τριτημόριον, Arist.Metaph.1020b27.
2 neut. as adverb, τριπλάσιον κεκράξομαί σου thrice as much as you, Ar.Eq.285 (lyr.), cf. 718:—regul. Adv. τριπλασίως Sch.B Il.21.80, v.l. in LXX Si.43.4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
triple ; adv. • τριπλάσιον = trois fois autant.
Étymologie: τρεῖς, -πλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπλάσιος -α -ον [τρι -, ~ διπλάσιος] drievoudig, drie maal zo groot, met gen.: ὄρνις τριπλάσιον Κλεωνύμου een vogel drie maal zo groot als Cleonymus Aristoph. Ach. 88; τριπλάσιον κεκράξομαί σου ik zal driemaal zo luid schreeuwen als jij Aristoph. Eq. 285.
German (Pape)
= τριπλασίων; Ar. Ach. 88; τινός, Plat. Polit. 257a; τῆς τιμῆς τριπλάσιον Legg. XI.916d; τριπλασίαν δύναμιν εἶχε Xen. An. 7.4.21, sc. τῆς προτέρας, od. mit ἤ, καὶ τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιθέμενοι Dem. 42.31.
Russian (Dvoretsky)
τριπλάσιος: (ᾰ) утроенный, тройной: τ. τινος Arph., Plat. втрое больше кого(чего)-л.; τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. иметь втрое больше войска.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλάσιος: [ᾰ], ᾰ, ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς τόσος, τρεῖς φορὰς ἄλλος τόσος, τρὶς τόσον μέγας, μετὰ γενικ., ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου Ἀριστοφ. Ἀχ. 88, Πλάτ., κλπ.· τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Πλάτ. Νόμ. 756D· τριπλασίοις αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422C· τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον Δημ. 1048· 25· - ἀπολ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ἐξυπακ. τῆς προτέρας) Ξεν. Ἀν. 7. 4, 24· τρ. διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 36Α. ΙΙ. τριπλάσιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετ. τῷ τριτημόριον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) ὡς ἐπίρρ., τριπλάσιον κεκράξομαί σου, τρὶς τόσον ὅσον σύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, πρβλ. 718· - ὁμαλ. ἐπίρρ. τριπλασίως, Ἀρχ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 80, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ΄, 4).
Greek Monolingual
-α, -ο / τριπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῦσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ.
γ. «τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιθέμενοι», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τριπλάσιο(ν)
ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη από άλλην
νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρ. ως επίρρ.) τριπλάσια, τρεις φορές περισσότερο ή τρεις φορές μεγαλύτερο («αυτός πήρε στη μοιρασιά το τριπλάσιο από μένα»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τριπλάσιον
τρεις φορές περισσότερο, τρεις φορές μεγαλύτερο, τρεις φορές δυνατότερα.
επίρρ...
τριπλασίως ΝΜΑ, και τριπλάσια Ν
σε τριπλάσια ποσότητα ή ένταση, σε τριπλάσιο μέγεθος ή αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλάσιος].
Greek Monotonic
τρῐπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον,
I. τρεις φορές άλλος τόσος, τρεις φορές τόσο μεγάλος όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ενν. τῆς προτέρας), σε Ξεν.
II. τριπλάσιον, ως επίρρ., τριπλάσιον, τρεις φορές τόσο πολύ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τρῐπλᾰ́σιος, η, ον
I. thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen., Ar., Plat., etc.: —absol., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρασ) Xen.
II. τριπλάσιον as adv., τριπλάσιον thrice as much, Ar.