στρέβλη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strevli
|Transliteration C=strevli
|Beta Code=stre/blh
|Beta Code=stre/blh
|Definition=ἡ, (στρεβλός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[winch]] used in ship-building, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>441</span> (pl.= <b class="b3">τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα</b> (sic, fort. <b class="b3">-μεναι</b>), Hsch.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in pl., the [[twisted cords]] in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, <span class="bibl">Arist.<span class="title">MA</span>701b3</span>,<span class="bibl">9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[clothes-press]], prob. worked by a screw, Plu.2.950a. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[σακίζειν]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[an instrument of torture]], <span class="bibl">Plb.18.54.7</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>7.4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.1.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>14</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[torture]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους <span class="bibl">Diph.88</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>789.15</span> (ii B.C.), <span class="bibl">D.S. 13.86</span> (pl.), Phld.<span class="title">Rh.</span>1.234 S.; <b class="b3">ζημίαι καὶ σ</b>. ib.2.152 S. (pl.).</span>
|Definition=ἡ, ([[στρεβλός]])<br><span class="bld">A</span> [[winch]] used in ship-building, A.''Supp.''441 (pl.= <b class="b3">τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα</b> (sic, fort. -μεναι), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).<br><span class="bld">2</span> in plural, the [[twisted cords]] in a [[mechanical]] toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.''MA''701b3,9.<br><span class="bld">3</span> [[clothes-press]], prob. worked by a [[screw]], Plu.2.950a.<br><span class="bld">4</span> part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[σακίζειν]].<br><span class="bld">II</span> an [[instrument]] of [[torture]], Plb.18.54.7, [[LXX]] ''4 Ma.''7.4, J.''AJ''19.1.6, Luc.''Nec.''14, etc.<br><span class="bld">2</span> [[torture]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.''PTeb.''789.15 (ii B.C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]] 13.86 (pl.), Phld.''Rh.''1.234 S.; <b class="b3">ζημίαι καὶ σ.</b> ib.2.152 S. (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] ἡ, eigtl. fem. von [[στρεβλός]], ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; [[σκάφος]] στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] ἡ, eigtl. fem. von [[στρεβλός]], ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; [[σκάφος]] στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[machine pour enlever des fardeaux]], [[cabestan]];<br /><b>2</b> [[machine pour presser]];<br /><b>3</b> [[instrument de torture]].<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.
}}
{{elru
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[каток]], [[валик]]: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2</b> [[ворот]], [[лебедка]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[винтовой пресс]] Plut.;<br /><b class="num">4</b> [[орудие пытки]], [[дыба]] (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρέβλη''': ἡ, ([[στρεβλός]]) [[ὄργανον]] πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, [[στροφεῖον]], [[ὄνος]], «[[μάγγανον]]», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - [[κοχλίας]], Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., [[βάσανος]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.
|lstext='''στρέβλη''': ἡ, ([[στρεβλός]]) [[ὄργανον]] πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, [[στροφεῖον]], [[ὄνος]], «[[μάγγανον]]», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - [[κοχλίας]], Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., [[βάσανος]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> machine pour enlever des fardeaux, cabestan;<br /><b>2</b> machine pour presser;<br /><b>3</b> instrument de torture.<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> όργανο κατάλληλο για [[περιστροφή]], [[στροφείο]], [[μάγγανο]]<br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[στρέβλωση]] τών [[άκρων]] τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροχαλία]] χρήσιμη για την [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος κατασκευασμένου, [[πιθανώς]], με τη [[χρήση]] στροφείου<br /><b>3.</b> ελικοειδές [[τμήμα]] διϋλιστήρα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρέβλαι</i><br />περιεστραμμένα [[σχοινιά]] μηχανής με την [[εκτύλιξη]] τών οποίων προκαλείται η [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λύπη]], [[βάσανο]] («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ουσιαστικός]] τ. του [[στρεβλός]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> όργανο κατάλληλο για [[περιστροφή]], [[στροφείο]], [[μάγγανο]]<br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[στρέβλωση]] τών [[άκρων]] τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροχαλία]] χρήσιμη για την [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος κατασκευασμένου, [[πιθανώς]], με τη [[χρήση]] στροφείου<br /><b>3.</b> ελικοειδές [[τμήμα]] διϋλιστήρα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρέβλαι</i><br />περιεστραμμένα [[σχοινιά]] μηχανής με την [[εκτύλιξη]] τών οποίων προκαλείται η [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λύπη]], [[βάσανο]] («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ουσιαστικός]] τ. του [[στρεβλός]]].
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> каток, валик: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2)</b> ворот, лебедка Arst.;<br /><b class="num">3)</b> винтовой пресс Plut.;<br /><b class="num">4)</b> орудие пытки, дыба (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
|mantxt=(=ὄργανο γιά βασανιστήρια). Ἀπό τό [[στρεβλός]], πού παράγεται ἀπό τό [[στρέφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elnl
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέβλη Medium diacritics: στρέβλη Low diacritics: στρέβλη Capitals: ΣΤΡΕΒΛΗ
Transliteration A: stréblē Transliteration B: streblē Transliteration C: strevli Beta Code: stre/blh

English (LSJ)

ἡ, (στρεβλός)
A winch used in ship-building, A.Supp.441 (pl.= τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα (sic, fort. -μεναι), Hsch.).
2 in plural, the twisted cords in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.MA701b3,9.
3 clothes-press, prob. worked by a screw, Plu.2.950a.
4 part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. s.v. σακίζειν.
II an instrument of torture, Plb.18.54.7, LXX 4 Ma.7.4, J.AJ19.1.6, Luc.Nec.14, etc.
2 torture, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.PTeb.789.15 (ii B.C.), D.S. 13.86 (pl.), Phld.Rh.1.234 S.; ζημίαι καὶ σ. ib.2.152 S. (pl.).

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, eigtl. fem. von στρεβλός, ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; σκάφος στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 machine pour enlever des fardeaux, cabestan;
2 machine pour presser;
3 instrument de torture.
Étymologie: στρεβλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.

Russian (Dvoretsky)

στρέβλη:
1 каток, валик: σκάφος στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;
2 ворот, лебедка Arst.;
3 винтовой пресс Plut.;
4 орудие пытки, дыба (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στρέβλη: ἡ, (στρεβλός) ὄργανον πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, στροφεῖον, ὄνος, «μάγγανον», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - κοχλίας, Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. ὄργανον βασανιστήριον, Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., βάσανος, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο
2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)
αρχ.
1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων
2. είδος υφάσματος κατασκευασμένου, πιθανώς, με τη χρήση στροφείου
3. ελικοειδές τμήμα διϋλιστήρα
4. στον πληθ. αἱ στρέβλαι
περιεστραμμένα σχοινιά μηχανής με την εκτύλιξη τών οποίων προκαλείται η κίνηση
5. μτφ. λύπη, βάσανο («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ουσιαστικός τ. του στρεβλός].

Mantoulidis Etymological

(=ὄργανο γιά βασανιστήρια). Ἀπό τό στρεβλός, πού παράγεται ἀπό τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.