ὀμματόω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ommatoo | |Transliteration C=ommatoo | ||
|Beta Code=o)mmato/w | |Beta Code=o)mmato/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[furnish with eyes]], [ἀγάλματα] [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.76 :—Pass., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Plu.Fr.inc.91.<br><span class="bld">2</span> [[give sight to]], τὰ ὄμματα Zos. Alch.p.117 B.<br><span class="bld">II</span> metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον] = made it more clear to the [[mind]]'s [[eye]], A.Supp.467 :—Pass., φρὴν ὠμματωμένη = a [[mind]] [[quick]] of [[sight]], Id.Ch.854. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, [[οὔτοι]] φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, [[οὔτοι]] φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὀμματῶ]] :<br /><b>I.</b> [[donner des yeux à]], acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[rendre clairvoyant]];<br /><b>2</b> [[éclaircir]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμμᾰτόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[снабжать глазами]] Diod.;<br /><b class="num">2</b> [[разъяснять]] (''[[sc.]]'' τὸν λόγον Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[прояснять]]: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμμᾰτόω''': βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς [[ἄγαλμα]], πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ [[σῶμα]] [[πρόσω]] ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, [[διάνοια]] εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854. | |lstext='''ὀμμᾰτόω''': βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς [[ἄγαλμα]], πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ [[σῶμα]] [[πρόσω]] ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, [[διάνοια]] εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] σε [[κάτι]] μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., <i>φρὴνὠμματωμένη</i>, [[νόηση]] προικισμένη με μάτια, με ενορατικές [[δηλαδή]] ικανότητες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀμμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] σε [[κάτι]] μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., <i>φρὴνὠμματωμένη</i>, [[νόηση]] προικισμένη με μάτια, με ενορατικές [[δηλαδή]] ικανότητες, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω [[ὄμμα]]<br />to [[furnish]] with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a [[mind]] furnished with eyes, [[quick]] of [[sight]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω [[ὄμμα]]<br />to [[furnish]] with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a [[mind]] furnished with eyes, [[quick]] of [[sight]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
A furnish with eyes, [ἀγάλματα] D.S.4.76 :—Pass., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Plu.Fr.inc.91.
2 give sight to, τὰ ὄμματα Zos. Alch.p.117 B.
II metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον] = made it more clear to the mind's eye, A.Supp.467 :—Pass., φρὴν ὠμματωμένη = a mind quick of sight, Id.Ch.854.
German (Pape)
[Seite 332] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841.
French (Bailly abrégé)
ὀμματῶ :
I. donner des yeux à, acc.;
II. fig. 1 rendre clairvoyant;
2 éclaircir.
Étymologie: ὄμμα.
Russian (Dvoretsky)
ὀμμᾰτόω:
1 снабжать глазами Diod.;
2 разъяснять (sc. τὸν λόγον Aesch.);
3 прояснять: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτόω: βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς ἄγαλμα, πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, διάνοια εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854.
Greek Monotonic
ὀμμᾰτόω: μέλ. -ώσω, βάζω σε κάτι μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., φρὴνὠμματωμένη, νόηση προικισμένη με μάτια, με ενορατικές δηλαδή ικανότητες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω ὄμμα
to furnish with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind furnished with eyes, quick of sight, Aesch.