extraño: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(CSV import)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[εἰσαγώγιμος]], [[ἀήθης]], [[ἀλλογενής]], [[ἀλλογνώς]], [[ἀλλοδαπός]], [[ἀλλοτέρμων]], [[ἀλλόγνωτος]], [[ἀλλόθροος]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀλλότριος]], [[ἀλλόφυλος]], [[ἀπάτητος]], [[ἀποξενόω]], [[ἀπρόσφυλος]], [[ἀπόμορφος]], [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύντακτος]], [[ἀτοπία]], [[ἄγνωστος]], [[ἄτοπος]], [[ἐκστρανήιος]], [[ἐκτράπελος]], [[ἐκτόπιος]], [[ἔκτοπος]], [[ἔκφυλος]], [[ἔξαλλος]]
|sltx=[[ἄγνωστος]], [[ἀεικής]], [[ἀήθης]], [[ἀϊκής]], [[αἰλότριος]], [[ἀλλογενής]], [[ἀλλογνώς]], [[ἀλλόγνωτος]], [[ἀλλοδαπός]], [[ἀλλόθροος]], [[ἀλλόθρους]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀλλοτέρμων]], [[ἀλλότερρος]], [[ἀλλότριος]], [[ἀλλόττριος]], [[ἀλλόφυλος]], [[ἀλλόχρως]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀπάτητος]], [[ἀπόμορφος]], [[ἀπεξενωμένος]], [[ἀπρόσφυλος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύνηθες]], [[ἀσυνήθης]], [[ἀσύντακτος]], [[ἀτοπία]], [[ἄτοπος]], [[δεινός]], [[εἰσαγώγιμος]], [[ἐκστρανήιος]], [[ἐκστράνιος]], [[ἐξτράνιος]], [[ἐκτόπιος]], [[ἔκτοπος]], [[ἐκτράπελος]], [[ἔκφυλος]], [[ἔξαλλος]], [[ἔξεδρος]], [[ἐξηλλαγμένος]], [[ἑτεροῖος]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[θαυματός]], [[θωμάσιος]], [[θωϋμάσιος]], [[καινός]], [[κατόχιμος]], [[νέος]], [[ξεῖνος]], [[ξενικός]], [[ξέννος]], [[ξένος]], [[ὀθνεῖος]], [[παράδοξος]], [[παράλογος]], [[παράξενος]], [[παράτροπος]], [[περισσός]], [[περιττός]], [[τηλεδαπός]]
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 28 March 2024