ἕστωρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=estor
|Transliteration C=estor
|Beta Code=e(/stwr
|Beta Code=e(/stwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">peg at the end of the pole</b>, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, <span class="bibl">Il.24.272</span> (v.l. [[ἕκτορι]]), <span class="bibl">Aristobul.7</span> J.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[peg at the end of the pole]], passing through the yoke and having a ring ([[κρίκος]]) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἕκτορι]]), Aristobul.7 J.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1045.png Seite 1045]] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, [[κρίκος]], gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder [[ἵημι]], vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. [[ἕκτωρ]] von ἔχω, der Haltnagel.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />[[cheville qui tient le joug attaché au timon]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕζομαι]] ; sel. d'autres [[ἕκτωρ]], de [[ἔχω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ορος: [[bolt]] at the [[end]] of the [[pole]] of a [[chariot]], [[yoke]]-[[pin]], Il. 24.272†. (See [[cut]]; cf. [[also]] No. 46.)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἕστωρ]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλικό [[τεμάχιο]] κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως [[πόλος]] για την [[περιστροφή]] του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσσαλος]] στο [[άκρο]] του ρυμού του ζυγού, ο [[οποίος]] φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά [[ηνία]] («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο [[πάνω]] στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο [[άκρο]] του ρυμού, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται [[πιθανώς]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wers</i>- «υπερυψωμένος [[τόπος]]» με [[επίθημα]] -<i>tor</i>- (> αρχ. ελλ. -<i>τωρ</i>) [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vars</i>-<i>man</i> «[[γήλοφος]], ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. [[έκτωρ]] οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. <i>έχω</i>: <i>σχειν</i> > <i>έσχτωρ</i> > [[έστωρ]] και [[έκτωρ]]. Ξενίζει [[πάντως]] το [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> σε [[ονομασία]] αντικειμένου όπου θα περίμενε [[κανείς]] το -<i>τηρ</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἕστωρ]], <i>ὁ</i> (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ο [[ιδρυτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕστωρ:''' -ορος, ὁ, [[ξυλόπροκα]] στην [[άκρη]] πασσάλου, που διαπερνά το [[άρμα]] και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο ([[κρίκος]]), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἕστωρ:''' ορος ὁ [[болт]], [[чека]] (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[founder]] (IUrb.Rom. 1155.88)<br />Origin: IE [Indo-European] [884] <b class="b2">*sed-</b> [[sit]]<br />Etymology: From [[ἔζομαι]].<br />-ορος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[peg at the end of a chariot pole]] (Ω 272, [[varia lectio|v.l.]] [[ἕκτορι]] after [[ἔχειν]]; Aristobul.).<br />Etymology: Unexplained; on the formation Benveniste Noms d'agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. with hypotheses. Acc. to Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq with Add. et corr.) with <b class="b3">ὕσταξ πάσσαλος κεράτινος</b> H. from <b class="b2">*u̯ers-tor-</b>, to Skt. <b class="b2">várṣ-man-</b> [[height]], [[hill]] etc. Othe proposals in WP. 1,267: from [[ἕκτωρ]] after <b class="b3">σχ-εῖν</b> for <b class="b3">*ἕσχτωρ</b> reshaped?; in Schwyzer 531 n. 12: to [[ἵζω]] as [[who sets]]?
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἕστωρ]], ορος,<br />a peg at the end of the [[pole]], [[passing]] [[through]] the [[yoke]] and having a [[ring]] (κρίκοσ) affixed, Il. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἕστωρ''': -ορος<br />{héstōr}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Deichselnagel]] (Ω 272, [[varia lectio|v.l.]] ἕκτορι nach ἔχειν; Aristobul.).<br />'''Etymology''': Unerklärt; zur Bildung Benveniste Noms d’agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. mit hypothetischen Ausführungen. Nach Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq mit Add. et corr.) mit ὕσταξ· [[πάσσαλος]] [[κεράτινος]] H. aus *''u̯ers''-''tor''-, zu aind. ''várṣ''-''man''- [[Anhöhe]], [[Hügel]] usw. Andere zögernde [[Vermutung]]en bei WP. 1,267: aus [[ἕκτωρ]] nach [[σχεῖν]] für *ἕσχτωρ umgebildet?; bei Schwyzer 531 A. 12: zu [[ἵζω]] als [[Setzer]]?<br />'''Page''' 1,577
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστωρ Medium diacritics: ἕστωρ Low diacritics: έστωρ Capitals: ΕΣΤΩΡ
Transliteration A: héstōr Transliteration B: hestōr Transliteration C: estor Beta Code: e(/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 (v.l. ἕκτορι), Aristobul.7 J.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, κρίκος, gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder ἵημι, vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. ἕκτωρ von ἔχω, der Haltnagel.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
cheville qui tient le joug attaché au timon.
Étymologie: ἕζομαι ; sel. d'autres ἕκτωρ, de ἔχω.

English (Autenrieth)

ορος: bolt at the end of the pole of a chariot, yoke-pin, Il. 24.272†. (See cut; cf. also No. 46.)

Greek Monolingual

(I)
ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].
(II)
ἕστωρ, (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].

Greek Monotonic

ἕστωρ: -ορος, ὁ, ξυλόπροκα στην άκρη πασσάλου, που διαπερνά το άρμα και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο (κρίκος), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἕστωρ: ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: founder (IUrb.Rom. 1155.88)
Origin: IE [Indo-European] [884] *sed- sit
Etymology: From ἔζομαι.
-ορος
Grammatical information: m.
Meaning: peg at the end of a chariot pole (Ω 272, v.l. ἕκτορι after ἔχειν; Aristobul.).
Etymology: Unexplained; on the formation Benveniste Noms d'agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. with hypotheses. Acc. to Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq with Add. et corr.) with ὕσταξ πάσσαλος κεράτινος H. from *u̯ers-tor-, to Skt. várṣ-man- height, hill etc. Othe proposals in WP. 1,267: from ἕκτωρ after σχ-εῖν for *ἕσχτωρ reshaped?; in Schwyzer 531 n. 12: to ἵζω as who sets?

Middle Liddell

ἕστωρ, ορος,
a peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκοσ) affixed, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἕστωρ: -ορος
{héstōr}
Grammar: m.
Meaning: Deichselnagel (Ω 272, v.l. ἕκτορι nach ἔχειν; Aristobul.).
Etymology: Unerklärt; zur Bildung Benveniste Noms d’agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. mit hypothetischen Ausführungen. Nach Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq mit Add. et corr.) mit ὕσταξ· πάσσαλος κεράτινος H. aus *u̯ers-tor-, zu aind. várṣ-man- Anhöhe, Hügel usw. Andere zögernde Vermutungen bei WP. 1,267: aus ἕκτωρ nach σχεῖν für *ἕσχτωρ umgebildet?; bei Schwyzer 531 A. 12: zu ἵζω als Setzer?
Page 1,577