ἐξάρθρωσις: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksarthrosis | |Transliteration C=eksarthrosis | ||
|Beta Code=e)ca/rqrwsis | |Beta Code=e)ca/rqrwsis | ||
|Definition= | |Definition=ἐξαρθρώσεως, ἡ, = [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[dislocation]], [[sprain]], Gal.18(2).323. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ἐξαρθρώσεως, ἡ<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.24, cf. tb. [[ἐξάρθρησις]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] ἡ, die Ausrenkung, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] ἡ, die [[Ausrenkung]], Galen. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐξάρθρωσις]]) [[εξαρθρώνω]]<br />[[εξάρθρωμα]], «[[βγάλσιμο]]», [[λύση]] της αρθρώσεως, [[διάστρεμμα]], [[στραμπούλιγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λύση]] τών συνδετικών δεσμών, [[αποσύνθεση]], [[αποδιοργάνωση]], [[ξεχαρβάλωμα]], [[διάλυση]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[dislocation]]=== | ||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:05, 13 May 2024
English (LSJ)
ἐξαρθρώσεως, ἡ, = ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, dislocation, sprain, Gal.18(2).323.
Spanish (DGE)
ἐξαρθρώσεως, ἡ
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, Steph.in Hp.Fract.53.24, cf. tb. ἐξάρθρησις.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, die Ausrenkung, Galen.
Greek Monolingual
η (Α ἐξάρθρωσις) εξαρθρώνω
εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση της αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα
νεοελλ.
λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang