καταλογάδην: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(13_5)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalogadin
|Transliteration C=katalogadin
|Beta Code=kataloga/dhn
|Beta Code=kataloga/dhn
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">by way of conversation, in prose</b>, <b class="b3">κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>177b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ly.</span>204d</span>; <b class="b3">τὰ κ. συγγράμματα</b>, opp. <b class="b3">τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα</b>, <span class="bibl">Isoc.2.7</span>; οἱ κ. ἴαμβοι <span class="bibl">Ath.10.445b</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.694</span>, Plu.2.316d, <span class="title">IG</span>7.418 (Oropus), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.3a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">in detail, longwindedly</b>, <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>2.238D.</span></span>
|Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[by way of conversation]], [[in prose]], καταλογάδην [[συγγράφειν]], καταλογάδην [[διηγεῖσθαι]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 177b, ''Ly.''204d; <b class="b3">τὰ καταλογάδην συγγράμματα</b>, opp. <b class="b3">τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα</b>, Isoc.2.7; οἱ καταλογάδην [[ἴαμβος|ἴαμβοι]] Ath.10.445b, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, ''IG''7.418 (Oropus), Jul.''Or.''1.3a.<br><span class="bld">2</span> [[in detail]], [[longwindedly]], Steph.''in Hp.''2.238D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Ggstz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Ggstz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben [[δίχα]] μέτρου fort. Rom. 1, neben [[ἄνευ]] μέτρου Pyth. or. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben [[δίχα]] μέτρου fort. Rom. 1, neben [[ἄνευ]] μέτρου Pyth. or. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[dans le langage de la conversation]], [[en prose]].<br />'''Étymologie:''' [[καταλέγω]], -δην.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-λογάδην, adv., in proza:; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν lofredes in proza schrijven Plat. Smp. 177b; subst. οἱ καταλόγαδην proza auteurs.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλογάδην:''' (γᾰ) adv. в форме разговора, разговорным языком, т. е. в прозе, прозой (ἐπαίνους συγγράφειν Plat.; γράφειν Plut.): τὰ κ. γράμματα Isocr. и γεγραμμένα Plut. произведения в прозе.
}}
{{ls
|lstext='''καταλογάδην''': Ἐπίρρ., ὡς ὁμιλεῖ ἢ διαλέγεταί τις ἐν πεζῷ λόγῳ, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 177Β, Λυσ. 204D· τὰ κ. γράμματα, [[ἐναντίον]] τοῦ τὰ μετὰ μέτρου, Ἰσοκρ. 2. 7· οἱ κ. ἴαμβοι Ἀθήν. 445Β· «ἃ μὲν καταλ. ἅ δ’ ἐν μέτρῳ» Σουΐδ.· τὰ ἔπη τῶν κ. εὐμνημονευτότερα Σχολ. Πλάτ.· ἐν τοῖς [[δίχα]] μέτρου καὶ κ. Πλουτ. Ἠθ. 316· τὰ κ. ἐναντ. πρὸς τὰ ἔμμετρα Ἀθήν. 635.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλογάδην]])<br /><b>επίρρ.</b> (για [[ομιλία]], [[απαγγελία]] ή [[γράψιμο]]) όπως μιλάει ή όπως συζητάει [[κανείς]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους όρους «έμμέτρως» ή «[[μετά]] μέτρου» ή «με [[μέτρο]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>λογ</i>-<i>άδ</i>-<i>ην</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λογάς]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλογάδην:''' [ᾰ], επίρρ. ([[καταλέγω]]), κατά την [[πορεία]] της συζήτησης, στον πεζό λόγο, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταλέγω]]<br />by way of [[conversation]], in [[prose]], Plat.
}}
{{trml
|trtx====[[in detail]]===
Arabic: بِالتَّفْصِيل, تَفْصِيلًا; Armenian: մանրամասն; Azerbaijani: təfsilən; Belarusian: падрабязна; Bulgarian: подробно; Chinese Mandarin: 詳細地/详细地, 詳盡地/详尽地; Esperanto: detale; Finnish: yksityiskohtaisesti; French: [[en détail]], [[par le menu]]; German: [[ausführlich]], [[in allen Einzelheiten]], [[detailliert]]; Greek: [[λεπτομερώς]], [[διεξοδικά]], [[επισταμένα]], [[επισταμένως]], [[ενδελεχώς]]; Ancient Greek: [[ἀκριβῶς]], [[ἀνηπλωμένως]], [[διακριδόν]], [[διηρθρωμένως]], [[ἕκαστα]], [[ἐξεργαστικῶς]], [[ἐπ' εἴδους]], [[ἐπὶ μέρους]], [[καθ' ἕκαστον]], [[καθ' ἕκαστα]], [[κατὰ διέξοδον]], [[κατὰ λεπτόν]], [[κατὰ μίτον]], [[καταλογάδην]], [[λεπτομερῶς]]; Italian: [[nei dettagli]], [[in dettaglio]]; Japanese: 詳しく, 詳細に; Korean: 자세히; Latin: [[nominatim]]; Persian: با جزئیات, دقیقاً, مفصلاً; Polish: szczegółowo; Portuguese: [[em detalhes]], [[detalhadamente]]; Russian: [[подробно]], [[обстоятельно]], [[в деталях]], [[детально]]; Spanish: [[con detenimiento]], [[detalladamente]]μ [[en detalle]]; Swedish: utförligt; Turkish: ayrıntılı bir şekilde, detaylı bir şekilde, detaylıca, etraflıca; Ukrainian: докладно, нароздріб, детально
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 14 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογάδην Medium diacritics: καταλογάδην Low diacritics: καταλογάδην Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΑΔΗΝ
Transliteration A: katalogádēn Transliteration B: katalogadēn Transliteration C: katalogadin Beta Code: kataloga/dhn

English (LSJ)

A Adv. by way of conversation, in prose, καταλογάδην συγγράφειν, καταλογάδην διηγεῖσθαι, Pl.Smp. 177b, Ly.204d; τὰ καταλογάδην συγγράμματα, opp. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα, Isoc.2.7; οἱ καταλογάδην ἴαμβοι Ath.10.445b, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, IG7.418 (Oropus), Jul.Or.1.3a.
2 in detail, longwindedly, Steph.in Hp.2.238D.

German (Pape)

[Seite 1361] gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Gegensatz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Gegensatz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le langage de la conversation, en prose.
Étymologie: καταλέγω, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λογάδην, adv., in proza:; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν lofredes in proza schrijven Plat. Smp. 177b; subst. οἱ καταλόγαδην proza auteurs.

Russian (Dvoretsky)

καταλογάδην: (γᾰ) adv. в форме разговора, разговорным языком, т. е. в прозе, прозой (ἐπαίνους συγγράφειν Plat.; γράφειν Plut.): τὰ κ. γράμματα Isocr. и γεγραμμένα Plut. произведения в прозе.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογάδην: Ἐπίρρ., ὡς ὁμιλεῖ ἢ διαλέγεταί τις ἐν πεζῷ λόγῳ, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 177Β, Λυσ. 204D· τὰ κ. γράμματα, ἐναντίον τοῦ τὰ μετὰ μέτρου, Ἰσοκρ. 2. 7· οἱ κ. ἴαμβοι Ἀθήν. 445Β· «ἃ μὲν καταλ. ἅ δ’ ἐν μέτρῳ» Σουΐδ.· τὰ ἔπη τῶν κ. εὐμνημονευτότερα Σχολ. Πλάτ.· ἐν τοῖς δίχα μέτρου καὶ κ. Πλουτ. Ἠθ. 316· τὰ κ. ἐναντ. πρὸς τὰ ἔμμετρα Ἀθήν. 635.

Greek Monolingual

(AM καταλογάδην)
επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λογ-άδ-ην (< λογάς < λέγω)].

Greek Monotonic

καταλογάδην: [ᾰ], επίρρ. (καταλέγω), κατά την πορεία της συζήτησης, στον πεζό λόγο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

καταλέγω
by way of conversation, in prose, Plat.

Translations

in detail

Arabic: بِالتَّفْصِيل, تَفْصِيلًا; Armenian: մանրամասն; Azerbaijani: təfsilən; Belarusian: падрабязна; Bulgarian: подробно; Chinese Mandarin: 詳細地/详细地, 詳盡地/详尽地; Esperanto: detale; Finnish: yksityiskohtaisesti; French: en détail, par le menu; German: ausführlich, in allen Einzelheiten, detailliert; Greek: λεπτομερώς, διεξοδικά, επισταμένα, επισταμένως, ενδελεχώς; Ancient Greek: ἀκριβῶς, ἀνηπλωμένως, διακριδόν, διηρθρωμένως, ἕκαστα, ἐξεργαστικῶς, ἐπ' εἴδους, ἐπὶ μέρους, καθ' ἕκαστον, καθ' ἕκαστα, κατὰ διέξοδον, κατὰ λεπτόν, κατὰ μίτον, καταλογάδην, λεπτομερῶς; Italian: nei dettagli, in dettaglio; Japanese: 詳しく, 詳細に; Korean: 자세히; Latin: nominatim; Persian: با جزئیات, دقیقاً, مفصلاً; Polish: szczegółowo; Portuguese: em detalhes, detalhadamente; Russian: подробно, обстоятельно, в деталях, детально; Spanish: con detenimiento, detalladamenteμ en detalle; Swedish: utförligt; Turkish: ayrıntılı bir şekilde, detaylı bir şekilde, detaylıca, etraflıca; Ukrainian: докладно, нароздріб, детально