συγκολλάω: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkollao | |Transliteration C=sygkollao | ||
|Beta Code=sugkolla/w | |Beta Code=sugkolla/w | ||
|Definition=[[glue]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), | |Definition=[[glue together]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a [[wound]], Sor.1.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] [[zusammenleimen]], übh. [[zusammenfügen]], [[zusammensetzen]], μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[συγκολλῶ]] :<br />[[coller ensemble]] : τινί τι souder une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κολλάω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκολλάω [σύγκολλος] [[aan elkaar lijmen]] of [[aan elkaar vastplakken]], [[samenvoegen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκολλάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[склеивать]] (τι εἰς [[ταὐτό]] Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[собирать]], [[компилировать]] (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=συγκολλῶ, [[συγκολλάω]], ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[συγκολλῶμαι]], [[συγκολλάομαι]]<br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκολλάω:''' [[κολλώ]] ή [[στερεώνω]] μαζί, [[συνδέω]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''συγκολλάω:''' [[κολλώ]] ή [[στερεώνω]] μαζί, [[συνδέω]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[glue]] or [[cement]] [[together]], Ar., Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
glue together or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, zusammensetzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.
French (Bailly abrégé)
συγκολλῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of aan elkaar vastplakken, samenvoegen.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλάω:
1 склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2 собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).
Greek Monolingual
συγκολλῶ, συγκολλάω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, συγκολλάομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.
Greek Monotonic
συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.