ἡδύνω: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[γλυκαίνω]]). Ἀπό τό [[ἡδύς]] τῆς ρίζας σϝαδ- τοῦ [[ἁνδάνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἥδυσμα]] (=[[σάλτσα]]), [[ἡδυντός]], [[ἡδυντικός]], [[ἡδυντήρ]], [[ἡδυντήριος]], [[ἡδυντέον]], [[ἡδυσμός]]. | |mantxt=(=[[γλυκαίνω]]). Ἀπό τό [[ἡδύς]] τῆς ρίζας σϝαδ- τοῦ [[ἁνδάνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἥδυσμα]] (=[[σάλτσα]]), [[ἡδυντός]], [[ἡδυντικός]], [[ἡδυντήρ]], [[ἡδυντήριος]], [[ἡδυντέον]], [[ἡδυσμός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sweeten]]=== | |||
Aromanian: ndultsescu, ãndultsescu; Bulgarian: подслаждам; Catalan: endolcir; Chinese Mandarin: [[加甜]]; Czech: sladit; Danish: søde, forsøde; Dutch: [[zoeten]]; Esperanto: dolĉigi; Estonian: magustama; Finnish: makeuttaa; French: [[adoucir]]; Galician: adozar; Gallurese: indulcí; German: [[süßen]]; Greek: [[γλυκαίνω]]; Ancient Greek: [[ἀναγλυκαίνω]], [[ἀπογλυκαίνω]], [[ἀφηδύνω]], [[γλυκάζω]], [[γλυκαίνω]], [[ἐγγλυκαίνω]], [[ἐπιγλυκαίνω]], [[ἐφηδύνω]], [[ἡδύνω]], [[καθηδύνω]], [[καταγλυκαίνω]], [[παρηδύνω]]; Hungarian: édesít; Irish: milsigh; Italian: [[addolcire]], [[zuccherare]]; Korean: 달게 하다; Latin: [[condulco]], [[dulcifico]], [[dulco]], [[dulcoro]]; Latvian: saldināt; Luxembourgish: séissen; Macedonian: засладува; Maori: whakareka; Norman: adouochi; Old English: swētan; Polish: słodzić; Portuguese: [[adoçar]], [[adocicar]]; Quechua: misk'ichay; Romanian: îndulci; Russian: [[подслащивать]], [[подслащать]], [[сластить]], [[подсластить]]; Sardinian Campidanese: indurciai; Logudorese: indulchire; Sassarese: indutzà; Sicilian: nnùciri; Spanish: [[azucarar]], [[edulcorar]], [[endulzar]]; Swedish: söta; Ukrainian: підсолоджувати, підсолодити | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 9 October 2024
English (LSJ)
aor. 1
A ἥδῡνα Pl.Tht.175e, Diph.24:—Pass., aor. 1 ἡδύνθην Antiph.90: pf. ἥδυσμαι Pl. (v. infr.), inf. ἡδύνθαι Phot.: (ἡδύς):—season a dish, c. acc., (κόκκυγας) Epich.164; ὄψον Pl.Tht.l.c.; κρόμμυον.. οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει X.Smp.4.8; make pleasant, γεῦσιν, οἴνους, Theophrastus De Odoribus 9,10; even of salt (cf. ἡδονή ΙΙ), Arist.Mete.359a34.
II metaph., ἡ. θῶπας λόγους Pl.Tht.l.c.; ὁ ποιητὴς ἡ. τὸ ἄτοπον Arist.Po.1460b2:—Pass., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξῃ ἐν μέλεσιν Pl.R. 607a, cf. Arist.Po.1449b28, Pol.1340b17, D.H.Comp. 25; τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων X.Smp.6.4.
2 delight, coax, gratify, κόλαξ ἥδυνέ τινα λόγῳ Diph.24; ἡ. τὴν ἀκοήν D.H.Comp.14:—Pass., Timo17.
German (Pape)
[Seite 1153] süß, angenehm machen, bes. von Speisen, würzen (nach Moeris attisch für das hellenistische ἀρτύω), ὄψον, Plat. Theaet. 175 e; Epicharm. bei Ath. VII, 309 f; vom Salz, Arist. meteor. 2, 3. Übertr. von der Rede, D. Hal. C. V.; ἡδύνονταί τι ὑπὸ φθόγγων οἱ λόγοι Xen. conv. 6, 4; κόλαξ ἡδύνει λόγῳ τινά, ergötzt, Diphil. Ath. VI, 254 e; ἡδύνειν σκηνὴν δράμασι Ep. ad. 562 (App. 377); pass. sich vergnügen, Timon. Ath. VII, 281 e; – ἡδυσμένη μοῦσα, angenehm, Plat. Rep. X, 607 a; λόγος Arist. poet. 6.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. et ao. ἥδυνα;
Pass. seul. ao. ἡδύνθην et pf. ἥδυσμαι;
rendre agréable ; assaisonner : σῖτον XÉN des aliments ; fig. λόγους XÉN des discours, leur donner du sel, de l'agrément.
Étymologie: ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύνω: (aor. ἥδῡνα; pass.: aor. ἡδύνθην, pf. ἥδυσμαι)
1 сдабривать, приправлять (σῖτον καὶ ποτόν Xen., ὄψον Plat.);
2 перен. подслащивать, скрашивать: ἡ. θῶπας λόγους Plat. говорить льстивые речи; τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς ἡ. τὸ ἄτοπον Arst. всяческими прикрасами скрасить бессмыслицу; λόγος ἡδυσμένος Arst. художественная речь.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύνω: ἀόρ. ἥδῡνα Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, Δίφιλ. Γαμ. 1. - Παθ. ἀόρ. ἡδύνθην Ἀντιφ. Δυσπρ. 2· πρκμ. ἥδυσμαι Πλάτ. (ἴδε κατωτ.), ἀπαρ. ἡδύνθαι κατὰ τὸν Φώτ. (ἡδύς). Γλυκαίνω, ποιῶ τι ἡδύ, νόστιμον, μετ’ αἰτ., κόκκυγας Ἐπίχ. 82, 7 Ahr.· ὄψον Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε· τὸ κρόμμυον… οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει Ξεν. Συμπ. 4, 8· ἔτι καὶ ἐπὶ ἅλατος (πρβλ. ἡδονὴ ΙΙ), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 38. ΙΙ. μεταφ., ἡδ. θῶπας λόγους Πλάτ. ἔνθ’ ἀνώτ.· ὁ ποιητὴς ἡδ. τὸ ἄτοπον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 22· σκηνὴν δρὰμασι Ἀνθ. Π. παραρτ. 377. - Παθ., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξει ἐν μέλεσιν Πλάτ. Πολιτ. 607Α πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 3, Πολ. 8. 5, 25· τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων Ξεν. Συμπ. 6, 4. 2) εὐαρεστῶ, θωπεύω, χαρίζομαι εἴς τινα, κόλαξ ἡδύνει τινὰ λόγῳ Δίφιλ. Γαμ. 1· ἡδ. τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. - Παθ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 281Ε.
Greek Monolingual
(Α ἡδύνω)
1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.)
2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο
3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω
4. μέσ. ἡδύνομαι
ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι
αρχ.
θωπεύω, κολακεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς.
ΠΑΡ. ήδυσμα
αρχ.
ήδυμος, ηδυντήρ, ηδυντικός, ηδυντός, ηδυσμός].
Greek Monotonic
ἡδύνω: [ῡ], αόρ. αʹ ἥδῡνα — Παθ., αόρ. αʹ ἡδύνθην, παρακ. ἥδυσμαι (ἡδύς), γλυκαίνω, κάνω κάτι νόστιμο, του δίνω ευχάριστη γεύση, αρταίνω, καρυκεύω, νοστιμίζω· χαρίζομαι σε κάποιον ή κάτι, ευαρεστώ, θωπεύω, με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ἡδύς
to sweeten, season, give a flavour or relish to a thing, c. acc., Xen., etc.
Mantoulidis Etymological
(=γλυκαίνω). Ἀπό τό ἡδύς τῆς ρίζας σϝαδ- τοῦ ἁνδάνω.
Παράγωγα: ἥδυσμα (=σάλτσα), ἡδυντός, ἡδυντικός, ἡδυντήρ, ἡδυντήριος, ἡδυντέον, ἡδυσμός.
Translations
sweeten
Aromanian: ndultsescu, ãndultsescu; Bulgarian: подслаждам; Catalan: endolcir; Chinese Mandarin: 加甜; Czech: sladit; Danish: søde, forsøde; Dutch: zoeten; Esperanto: dolĉigi; Estonian: magustama; Finnish: makeuttaa; French: adoucir; Galician: adozar; Gallurese: indulcí; German: süßen; Greek: γλυκαίνω; Ancient Greek: ἀναγλυκαίνω, ἀπογλυκαίνω, ἀφηδύνω, γλυκάζω, γλυκαίνω, ἐγγλυκαίνω, ἐπιγλυκαίνω, ἐφηδύνω, ἡδύνω, καθηδύνω, καταγλυκαίνω, παρηδύνω; Hungarian: édesít; Irish: milsigh; Italian: addolcire, zuccherare; Korean: 달게 하다; Latin: condulco, dulcifico, dulco, dulcoro; Latvian: saldināt; Luxembourgish: séissen; Macedonian: засладува; Maori: whakareka; Norman: adouochi; Old English: swētan; Polish: słodzić; Portuguese: adoçar, adocicar; Quechua: misk'ichay; Romanian: îndulci; Russian: подслащивать, подслащать, сластить, подсластить; Sardinian Campidanese: indurciai; Logudorese: indulchire; Sassarese: indutzà; Sicilian: nnùciri; Spanish: azucarar, edulcorar, endulzar; Swedish: söta; Ukrainian: підсолоджувати, підсолодити