παράλλαξις: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parallaksis | |Transliteration C=parallaksis | ||
|Beta Code=para/llacis | |Beta Code=para/llacis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> alternation: overlapping of broken bones, Hp.''Fract.''15 (pl.); <b class="b3">ἡ π. τοῦ ὀστέου</b> ib.35; π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''66.<br><span class="bld">2</span> [[alternating motion]], τῶν σκελῶν Plu.''Phil.''6; ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Id.2.977b.<br><span class="bld">II</span> [[change]], [[deviation]], [[mutation]], Pl.''Ti.''22d, cf. ''Plt.''269e, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.7.33 (pl.); διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93 oa; <b class="b3">παραλλάξιες φρενῶν</b> mental [[aberrations]], Hp.Acut.(Sp.) 1.<br><span class="bld">III</span> [[change of position]], τῶν γωνιῶν Arist.''Cael.''287a18; <b class="b3">ἡ τοῦ ἡλίου π.</b> D.C.76.13.<br><span class="bld">2</span> Astron., [[parallax]], Ptol.''Alm.''5.11, 9.1, Procl.''Hyp.''4.53, al.<br><span class="bld">b</span> [[φάσις]] defined as <b class="b3">ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη… ἐξ αὐτοῦ π.</b> Phlp. ''in Mete.''76.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παράλλαξις -εως, ἡ [παραλλάττω] afwisseling, afwisselende beweging:. π. τῶν σκελῶν beweging van de benen langs elkaar Plut. Phil. 6.10. geneesk. verschuiving (van gebroken ledematen); verandering:. παραλλάξεις φρενῶν geestelijke stoornissen Hp. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:32, 2 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A alternation: overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35; π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr. Sens.66.
2 alternating motion, τῶν σκελῶν Plu.Phil.6; ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Id.2.977b.
II change, deviation, mutation, Pl.Ti.22d, cf. Plt.269e, Placit.1.7.33 (pl.); διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93 oa; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1.
III change of position, τῶν γωνιῶν Arist.Cael.287a18; ἡ τοῦ ἡλίου π. D.C.76.13.
2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al.
b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη… ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, Abwechselung, Vertauschung; Plut. τῶν σκελῶν, Philop. 6; ἡ δεῦρο κἀκεῖ τῆς κεφαλῆς π., das Hinundherbewegen, sol. an. 24; – die Abweichung, Plat. Tim. 22 d; ὅτι σμικροτάτην τῆς αὑτοῦ κινήσεως παράλλαξιν, Polit. 269 e; Parallaxe, der Gestirne, Sp., vgl. Plut. fac. orb. lun. 17.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 mouvement alternatif, particul. mouvement régulier de la tête qu'on tourne de droite à gauche;
2 changement;
3 t. d'astronomie parallaxe.
Étymologie: παραλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράλλαξις -εως, ἡ [παραλλάττω] afwisseling, afwisselende beweging:. π. τῶν σκελῶν beweging van de benen langs elkaar Plut. Phil. 6.10. geneesk. verschuiving (van gebroken ledematen); verandering:. παραλλάξεις φρενῶν geestelijke stoornissen Hp.
Russian (Dvoretsky)
παράλλαξις: εως ἡ
1 попеременное движение (τῶν σκελῶν Plut.): ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Plut. мотание головой туда и сюда;
2 изменение, отклонение (τῆς κινήσεως Plat.);
3 мат. (взаимный) наклон (τῆς γωνίας Plut.);
4 астр. угол смещения, параллакс Plut.
Greek Monotonic
παράλλαξις: ἡ,
I. εναλλαγή, περιτροπή, αλληλοδιαδοχή, εναλλακτική κίνηση, τῶν σκελῶν, σε Πλούτ.
II. χειροτέρευση, επιδείνωση, αλλαγή προς το χειρότερο, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παράλλαξις: ἡ, παραλλαγή, π. ὀστέων, τὸ ἐπ’ ἀλλήλων κεῖσθαι, οἷον ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 775· π. ἔχειν καὶ συμπλοκὴν Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 66· πρβλ. παράλλαγμα. 2) διαδοχικὴ κίνησις, τῶν σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6· ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. 2. 977Β. ΙΙ μεταβολὴ ἐπὶ τὸ χεῖρον, καὶ καθόλου, τροπή, μετατροπή, Πλάτ. Τίμ. 22D, Πολιτ. 269Ε· παραλλάξεις φρενῶν, παραφρονήσεις, Ἱππ. 396. 16. ΙΙΙ. ἡ ἀμοιβαία κλίσις δύο γραμμῶν ἀποτελουσῶν γωνίαν, βούλεται δὲ τὰ σκαληνὰ λέγειν ἅπερ παράλλαξιν ἔχει πρὸς ἄλληλα Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 66, Πλούτ. 2. 930Α· - ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ παράλλαξις εἶναι γωνία σχηματιζομένη διὰ γραμμῶν φερομένων ἀπὸ ἀστέρος τινὸς πρὸς τὸ κέντρον τῆς γῆς καὶ πρός τι σημεῖον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς, Πτολ., Πρόκλ.· ἀλλ’ ἡ π. τῶν γωνιῶν παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 4, 8 εἶναι παραλλαγὴ τῶν γωνιῶν.
Middle Liddell
παρ-άλλαξις, εως,
I. alternation, alternating motion, τῶν σκελῶν Plut.
II. a change for the worse, alteration, Plat. [from παραλλάσσω