ἐναπομένω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(5) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enapomeno | |Transliteration C=enapomeno | ||
|Beta Code=e)napome/nw | |Beta Code=e)napome/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[remain in]], καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.''Mag.''3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. ''in Phdr.''p.100 A., cf. Aen.Gaz.''[[Theophrastus|Thphr.]] ''p.67 B.: abs., Hld.1.15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[μένω]]), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐναπομένω''': [[ἀπομένω]] ἐν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀπομένω]], Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐναπομένω]])<br />[[μένω]] [[κάπου]] ως [[υπόλοιπο]], [[απομένω]], εναπολείπομαι, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]] σ' έναν [[τόπο]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υστερώ]]<br /><b>2.</b> [[επιμένω]] (σε συνήθειες, ελαττώματα <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μένω]] [[σταθερά]], διατηρούμαι, [[διαρκώ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 2 November 2024
English (LSJ)
remain in, καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.Mag.3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. in Phdr.p.100 A., cf. Aen.Gaz.Thphr. p.67 B.: abs., Hld.1.15.
Spanish (DGE)
1 permanecer, quedarse en c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.Ep.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε ἄρα τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.Thphr.60.4
•permanecer, habitar en ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.Luc.1.55.31.
2 persistir, quedar, mantenerse τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.NA 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.Th.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.Io.56.7.
3 quedar dentro μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
German (Pape)
[Seite 828] (s. μένω), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπομένω: ἀπομένω ἐν, ἢ ἁπλῶς ἀπομένω, Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.
Greek Monolingual
(AM ἐναπομένω)
μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάσταση
μσν.
1. υστερώ
2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)
αρχ.
μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.