δήπου: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Manual revert Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[perhaps]], [[I suppose]], [[of course]], to [[be sure]] | |woodrun=[[perhaps]], [[I suppose]], [[of course]], to [[be sure]] | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[opinor]]'', [[I suppose]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.121.4/ 1.121.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.92.1/ 4.92.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.87.4/ 8.87.4]. | |lthtxt=''[[opinor]]'', [[I suppose]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.121.4/ 1.121.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.92.1/ 4.92.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.87.4/ 8.87.4]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:47, 16 November 2024
English (LSJ)
indef. Adv. (better written δή που)
A perhaps, it may be, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε Il.24.736: in Trag. and Att. usually doubtless, I presume, οὐ δήπου τλητόν A.Pr.1064; τῶν Ααΐου δήπου τις ὠνομάζετο S.OT 1042, cf. Ar.Pl.491,582, Th.1.121, etc.; ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που, D.2.25, 19.113, cf. 18.249; σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που Id.3.9; οὐδεὶς ἀγνοεῖ δή που Id.21.156.
II as interrog. implying an affirm. answer, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; i.e. I presume you know, S.Tr.418; ἀνόμοιον δή που Pl.Tht.159b; οὐ δή που; surely it is not so? implying a neg. answer, as Ar.Ra.526, Pl.Men.73c.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. δήκου Herod.3.90, 5.24
• Morfología: [tb. escrito δή που, δή κου]
adv.
1 reforzando la verosimilitud de la afirmación sin duda, seguramente, presumiblemente, supongo, o c. mayor énf. por supuesto, desde luego, en verdad
a) en or. afirmativa καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ θνητός τ' ἐστι incluso un mortal, supongo, está dispuesto a cumplir lo que pueda para otro hombre, Il.18.362, cf. 16.746, 21.583, Od.1.161, καὶ δή κου μάλιστα τῶν μνηστήρων ἠρέσκοντό <οἱ> οἱ ἀπ' Ἀθηνέων ἀπιγμένοι de los pretendientes, los venidos de Atenas parecían complacerle más Hdt.6.128, cf. 6.11, 9.113, εἰσὶ δήπου πολέμιοι Th.4.92, ὅθεν δήπου καὶ κόθορνος ἐπικαλεῖται por ello seguramente recibió el sobrenombre de coturno X.HG 2.3.31, cf. Gorg.B 11a.11, Hp.Art.36, Acut.56, VM 19, Pl.Tht.159b, Prt.309c, Ar.Pl.491, 582, V.663, 1375, Isoc.16.44, X.Lac.7.1, Alex.7.2, Antiph.220.1, Men.Sam.486, Satyr.Vit.Eur.39.7.16, Plb.18.14.10, Charito 1.12.3, I.BI 2.36, D.C.38.20.3, Philostr.VS 482, frec. en or. impers. tipo δεῖ δήπου X.Eq.Mag.2.1, cf. Oec.17.12, An.5.7.6, Plb.2.58.5, εἰκὸς δήπου es sin duda lógico Ar.Fr.572, X.HG 6.1.12, ἀνάγκη δή που D.19.102, ἄδικον δήπου Porph.Abst.2.22
•esp. enfatiza la palabra a la que sigue νῦν δή που Ἀχιλλῆος ὀλοὸν κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι ahora seguramente el funesto corazón de Aquiles se regocija en sus entrañas, Il.14.139, τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο era sin duda de los de Layo S.OT 1042, τῇ γε εὐψυχίᾳ δήπου περιεσόμεθα Th.1.121, cf. Plu.2.1146a, ἐμὲ μὲν δήπου ἀπέλυον a mí por supuesto me excluyeron Antipho 6.32, cf. Herod.5.24, καὶ ἐκεῖνος δήπου Ael.NA 16.29, ταῦτα δήπου μανθάνω esto de verdad que lo entiendo Men.Asp.443, πᾶσι δήπου φανερὸν ὑμῖν ἐστιν ὅτι Is.1.26, πολὺ δήπου I.Ap.1.127;
b) en or. neg. οὐκ ἔνι δήπου Plot.4.4.7, οὐδεὶς ἀγνοεῖ δήπου D.21.156, τῆς γῆς ὄγκος καὶ τὸ μέγεθος οὐδέν ἐστι δή που πρὸς τὸν ὅλον οὐρανόν la masa y la magnitud de la tierra desde luego no son nada en relación a las del universo Arist.Mete.352a28, cf. Pol.1288a25
•esp. en neg. de adj. οὐ γὰρ δήπου ... τλητὸν ... ἔπος palabra en verdad no tolerable A.Pr.1065, οὐ δή που πάτριον Isoc.4.63, οὐ δήπου βουλητόν Plot.1.4.6, οὐ δή που πιστός ἐστι Plu.Art.28, οὐ μία δήπου ... κάτθανεν ὠκύμορος sin duda no es la única que murió de forma súbita, AP 7.700 (Diod.Tars.), cf. Plb.6.4.2;
c) c. or. de rel. χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ enfurecido, sin duda porque Héctor había matado a su hermano, Il.24.736, πάντως γὰρ δή κου τόν γε ἑωυτῆς ἀδελφεὸν γινώσκει Hdt.3.68.
2 en or. cond. indic. duda quizá, tal vez, acaso εἰ δή που por si acaso, Od.4.739, εἰ δή που τις ἐπουράνιος θεός ἐστι Od.17.484.
3 en interr. supone una respuesta afirmativa ¿no es así?, ¿no es cierto? τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δήπου; conoces a la cautiva, ¿no es cierto? S.Tr.418, οὐχ οὗτος οὖν δήπου 'στὶν ὀρνίθων πόλος; Ar.Au.179, cf. S.Ant.381, Ar.Ec.327, Anaxandr.1.4, οὐ δή που; ¿no es así? Ar.Ra.526, ὁδὶ δὲ τίς ποτ' ἐστίν; οὐ δήπου Στράτων; ¿y éste de aquí quién es?, ¿no es Estratón? Ar.Ach.122, cf. Eq.900, Pl.Men.72c, Smp.194b.
German (Pape)
[Seite 567] od. richtiger δή που geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und πού, ihre gesonderte, ursprüngliche Bedeutung, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 1, 161 ἀνέρος οὗ δή που λεύκ' ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ κείμεν' ἐπ' ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει: hier hebt δή das οὗ hervor, und πού heißt entweder »irgendwo« od. »wohl«, »wahrscheinlich«; Iliad. 24, 736 ἤ τις Ἀχαιῶν ῥίψει ἀπὸ πύργου, χωόμενος, ᾡ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ ἢ πατέρ' ἠὲ καὶ υἱόν. – Nach Homer bei den Attikern = »doch wohl«, »sollte ich meinen«; οὐ γὰρ δή που, »doch wohl nicht gar«; oft ironisch, bes. in der Frage. Vgl. Aesch. Prom. 1064; Plat. Prot. 399 c Phil. 53 b; Soph. Ant. 381; Ar. Ran. 526 Equ. 900.
French (Bailly abrégé)
ou δή που;
adv.
sans doute, je suppose : τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που ; SOPH tu connais la captive, je suppose ?
NT: assurément (avec nuance ironique) ; n'est-ce pas ?
Greek (Liddell-Scott)
δήπου: ἀόρ. ἐπίρρ. κοινῶς γραφόμενον δή που, ἴσως, πιθανόν, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε Ἰλ. Ω. 736· παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς ἐννοίας, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, ὡς νομίζω, εἰκάζω, ὑποθέτω, ἐννοεῖται, εἰκότως, Λατ. scilicet, nimirum, οὐ δήπου τλητὸν Αἰσχύλ. Πρ. 1064· τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1042· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 491. 582, Θουκ. 1. 121, κτλ.· συχν. ἐν φράσεσιν, ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που Δημ. 25. 15, κτλ.· σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που ὁ αὐτ. 31. 7· οὐδεὶς δή που ἀγνοεῖ ὁ αὐτ. 356. 9, κτλ. ΙΙ. ἐρωτημ., ὑποδουλωμένης ἀποκρίσεως καταφατικῆς, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; ὃ ἐ. εἰκάζω ὅτι γνωρίζεις, Σοφ. Τρ. 417· ἀνόμοιον δή που Πλάτ.· οὐ δή που; δὲν εἶναι οὕτω; ὑποδηλοῦν ἀπάντησιν ἀποφατικήν, ὡς Ἀριστοφ. Βατρ. 526, Πλ. 261.
English (Strong)
from δή and πού; a particle of asseveration; indeed doubtless: verily.
English (Thayer)
(L WH δή ποῦ; cf. Lipsius, Gram. Untersuch., p. 123 f), adverb (from δή and ποῦ), properly, now in some way, whatever that way is; it is used when something is affirmed in a slightly ironical manner, as if with an affectation of uncertainty, perhaps, doubtless, verily: οὐ δήπου, not surely (German doch nicht etwa), hardly I trow; (cf. Rost in Passow, i., p. 613{b}; Klotz ad Devar. ii. 2, p. 427f.). Once in Scripture: Hebrews 2:16.
Greek Monolingual
δήπου και δή που (αοριστολ. επίρρ.) (Α)
1. ίσως, πιθανώς
1. αναμφιβόλως, κατά τη γνώμη μου, βεβαίως, όπως νομίζω, εννοείται, υποθέτω
3. χρησιμοποιείται και ερωτηματικά για να υποδηλώσει καταφατική απάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δη + που].
Greek Monotonic
δήπου: ή δήπου, αόρ. επίρρ., ίσως, πιθανόν, μπορεί, σε Ομήρ. Ιλ.· στους Αττ., αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά, Λατ. scilicet· οὐ δήπου τλητόν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συχνά στις φράσεις, ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που, σε Δημ.· επίσης, ως ερωτημ., υποδηλώνοντας καταφατική απάντηση, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; παίρνω ως δεδομένο ότι ξέρεις, σε Σοφ.
Middle Liddell
[δή, που]
perhaps, it may be, Il.; in Attic doubtless, I suppose, I presume, of course, Lat. scilicet, οὐ δήπου τλητόν Aesch., etc.: often in phrases, ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που Dem.; so, as interrog. implying an affirm. answer, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; I presume you know, Soph.
Chinese
原文音譯:d»pou 得-鋪
詞類次數:質詞(1)
原文字根:捆綁-?屬這
字義溯源:確是無疑的,誠然,必定;一個斷言性的質詞,由(δή)*=於是)與(πού)=某處)組成;而 (πού)出自(πορφυρόπωλις)X*=有些)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 誠然(1) 來2:16
English (Woodhouse)
perhaps, I suppose, of course, to be sure