θύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
(17)
(CSV import)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyroma
|Transliteration C=thyroma
|Beta Code=qu/rwma
|Beta Code=qu/rwma
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">doorway</b> (including posts, sill, and lintel), <span class="title">IG</span>12.372.78, 11(2).287 <span class="title">A</span> 77 (Delos, iii B.C.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.14.1</span>, <span class="bibl">Callix. 2</span>, Hsch. s.v. [[θύρετρα; τὸ μέγα θ]]. <span class="title">OGI</span>193.10 (Branchidae); <b class="b3">τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ</b>. ib.734 (Egypt, ii B.C.); <b class="b3">διξὰ θ</b>. <span class="bibl">Hdt.2.169</span>: pl., also in <span class="bibl">Th.3.68</span>, <span class="bibl">Lys.19.31</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>280d</span>, <span class="bibl">D.21.167</span>; τὰ θ. ἀποσπάσας <span class="bibl">Id.29.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">panel, tablet</b>, Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. <span class="bibl">4.1.138</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in pl., <b class="b2">planks, boards</b>, <span class="bibl">D.S.20.86</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">window</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">3 Ki.</span>7.42(5)</span> (pl.).</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[doorway]] (including posts, sill, and lintel), ''IG''12.372.78, 11(2).287 ''A'' 77 (Delos, iii B.C.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.14.1, Callix. 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θύρετρα; τὸ μέγα θ]]. ''OGI''193.10 (Branchidae); <b class="b3">τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ.</b> ib.734 (Egypt, ii B.C.); <b class="b3">διξὰ θ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.<br><span class="bld">II</span> [[panel]], [[tablet]], Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[planks]], [[boards]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.86.<br><span class="bld">III</span> [[window]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.42(5) (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chambre garnie de portes;<br /><b>2</b> porte avec ses jambages, ses gonds, <i>etc.</i><br /><b>3</b> fenêtre.<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[chambre garnie de portes]];<br /><b>2</b> porte avec ses jambages, ses gonds, <i>etc.</i><br /><b>3</b> [[fenêtre]].<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[θυρώματα]]<br />[[σπηλαιώδης]] [[εσοχή]] σαν [[δωμάτιο]] στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με [[θύρα]] και χρησίμευε για την [[απόθεση]] λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.
|mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[θυρώματα]]<br />[[σπηλαιώδης]] [[εσοχή]] σαν [[δωμάτιο]] στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με [[θύρα]] και χρησίμευε για την [[απόθεση]] λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ianua]]'', [[door]], [[entrance]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.68.3/ 3.68.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:32, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρωμα Medium diacritics: θύρωμα Low diacritics: θύρωμα Capitals: ΘΥΡΩΜΑ
Transliteration A: thýrōma Transliteration B: thyrōma Transliteration C: thyroma Beta Code: qu/rwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr. HP 3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 (Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt. 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.
II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.
2 in plural, planks, boards, D.S.20.86.
III window, LXX 3 Ki.7.42(5) (pl.).

German (Pape)

[Seite 1228] τό, ein mit Thüren versehener Raum, Zimmer, Her. 2, 169. – Das als Thür Gebrauchte, die Thür, bes. im plur., Thuc. 3, 68; Lys. 19, 31; τὰ θυρώματα ἀποσπάσας Dem. 29, 3; Sp., wie D. Sic. 5, 46. – Von thürförmigen Gesetztafeln, Archyt. Stob. Flor. 43, 95. 134. – Auch = θυρίς, D. Sic. 20, 86.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chambre garnie de portes;
2 porte avec ses jambages, ses gonds, etc.
3 fenêtre.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

το (Α θύρωμα) θυρώ
το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα
νεοελλ.
τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών
αρχ.
1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα
2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα
3. παράθυρο
4. στον πληθ. τὰ θυρώματα
σπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.

Lexicon Thucydideum

ianua, door, entrance, 3.68.3.