ἔπηλυς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epilys
|Transliteration C=epilys
|Beta Code=e)/phlus
|Beta Code=e)/phlus
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, [[ἔπηλυ]], τό, ([[ἐπήλυθον]])<br><span class="bld">A</span> one who [[come]]s to a [[place]], [[ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις]] = [[come]] [[back]] to [[me]] (for they were going away), S. Ph.1190 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[incomer]], [[stranger]], [[foreigner]], opp. [[αὐτόχθων]], [[Herodotus|Hdt.]]1.78, 4.197; ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers.243 (troch.), cf. Th.34, Supp.195, Th.1.29; Adj., ἔ. γένεσις Pl.Mx.237b; ἔ. βίος J.AJ8.12.2: also in neut. pl., ἐπήλυδα ἔθνεα [[Herodotus|Hdt.]]8.73: neut. sg., ἐπήλυδος γένους D.H.1.60; ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3.
|Definition=ἐπήλῠδος, ὁ, ἡ, [[ἔπηλυ]], τό, ([[ἐπήλυθον]])<br><span class="bld">A</span> one who [[come]]s to a [[place]], [[ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις]] = [[come]] [[back]] to [[me]] (for they were going away), S. Ph.1190 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[incomer]], [[stranger]], [[foreigner]], opp. [[αὐτόχθων]], [[Herodotus|Hdt.]]1.78, 4.197; ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers.243 (troch.), cf. Th.34, Supp.195, Th.1.29; Adj., ἔ. γένεσις Pl.Mx.237b; ἔ. βίος J.AJ8.12.2: also in neut. pl., ἐπήλυδα ἔθνεα [[Herodotus|Hdt.]]8.73: neut. sg., ἐπήλυδος γένους D.H.1.60; ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] υδος, ὁ, ἡ ([[ἤλυθον]]), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλθετ' ἐπήλυδες [[αὖθις]], kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων [[γένεσις]] οὐκ [[ἔπηλυς]] οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[αὐτόχθων]], Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔθνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ [[ὕδωρ]] ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] ἐπήλυδος, ὁ, ἡ ([[ἤλυθον]]), der [[Ankömmling]], [[Fremdling]]; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλθετ' ἐπήλυδες [[αὖθις]], kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων [[γένεσις]] οὐκ [[ἔπηλυς]] οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[αὐτόχθων]], Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔθνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ [[ὕδωρ]] ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υδος<br /><b>1</b> [[qui arrive]], [[qui vient du dehors]];<br /><b>2</b> [[étranger]].<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι.
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> ἐπήλυδος<br /><b>1</b> [[qui arrive du dehors]], [[qui vient du dehors]];<br /><b>2</b> [[étranger]].<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔπηλῠς:''' υ, gen. ῠδος adj. [[ἐπελεύσομαι]]<br /><b class="num">1</b> [[приходящий]]: ἔλθετε ἐπήλυδες [[αὖθις]] Soph. придите вновь, вернитесь;<br /><b class="num">2</b> [[пришлый]], [[иноземный]] (ἔθνεα Her.; [[γένεσις]] Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.).<br />ῠδος ὁ (тж. ἀνὴρ ἔ. Aesch., Plut.) пришелец, иноземец Thuc., Isocr., Plut.
|elrutext='''ἔπηλῠς:''' υ, gen. ἐπήλῠδος adj. [[ἐπελεύσομαι]]<br /><b class="num">1</b> [[приходящий]]: ἔλθετε ἐπήλυδες [[αὖθις]] Soph. придите вновь, вернитесь;<br /><b class="num">2</b> [[пришлый]], [[иноземный]] (ἔθνεα Her.; [[γένεσις]] Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.).<br />ῠδος ὁ (тж. ἀνὴρ ἔ. Aesch., Plut.) [[пришелец]], [[иноземец]] Thuc., Isocr., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπηλῠς''': -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον) ἐπανερχόμενος, ἔλθετ’ ἐπήλυδες [[αὖθις]], στράφητε καὶ ἔλθετε [[πάλιν]] ([[ἐπειδὴ]] ἀνεχώρουν), Σοφ. Φιλ. 1190. ΙΙ. [[ξένος]], νεωστὶ ἐλθών, [[ἄλλοθεν]] ἐλθών, Λατ. advena, ἀντίθ. τῷ αὐτόχων, Ἡρόδ. 1. 78., 4. 197, καὶ Ἀττ., ἄνδρας πολεμίους ἐπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 243, πρβλ. Θήβ. 34, Ἱκέτ. 195·- [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδέτ. πληθ., ἐπήλυδα ἔθνεα Ἡρόδ. 8. 73· οὐδέτ. ἑνικ., ἐπήλυδος γένους Διον. Ἁλ. 1. 60· [[ὕδωρ]] ἔπηλυ Παυσ. 2. 5, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήλυδας. 2) = [[προσήλυτος]], Φίλων ΙΙ. 392. 21, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1028Β.
|lstext='''ἔπηλῠς''': ἐπήλῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον) ἐπανερχόμενος, ἔλθετ’ ἐπήλυδες [[αὖθις]], στράφητε καὶ ἔλθετε [[πάλιν]] ([[ἐπειδὴ]] ἀνεχώρουν), Σοφ. Φιλ. 1190. ΙΙ. [[ξένος]], νεωστὶ ἐλθών, [[ἄλλοθεν]] ἐλθών, Λατ. advena, ἀντίθ. τῷ αὐτόχων, Ἡρόδ. 1. 78., 4. 197, καὶ Ἀττ., ἄνδρας πολεμίους ἐπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 243, πρβλ. Θήβ. 34, Ἱκέτ. 195·- [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδέτ. πληθ., ἐπήλυδα ἔθνεα Ἡρόδ. 8. 73· οὐδέτ. ἑνικ., ἐπήλυδος γένους Διον. Ἁλ. 1. 60· [[ὕδωρ]] ἔπηλυ Παυσ. 2. 5, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήλυδας. 2) = [[προσήλυτος]], Φίλων ΙΙ. 392. 21, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1028Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔπηλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, ([[ἐπήλυθον]]),<br /><b class="num">I.</b> φερμένος σε ένα [[μέρος]], ἐπήλυδες [[αὖθις]], που έρχονται [[πίσω]] σε μένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> νεοεισερχόμενος, [[ξένος]], [[αλλοδαπός]], Λατ. [[advena]], αντίθ. προς το [[αὐτόχθων]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἔπηλῠς:''' ἐπήλῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, ([[ἐπήλυθον]]),<br /><b class="num">I.</b> φερμένος σε ένα [[μέρος]], ἐπήλυδες [[αὖθις]], που έρχονται [[πίσω]] σε μένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> νεοεισερχόμενος, [[ξένος]], [[αλλοδαπός]], Λατ. [[advena]], αντίθ. προς το [[αὐτόχθων]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 42: Line 42:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξενοφερμένος]]). Ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ἐλεύθω]] τοῦ [[ἔρχομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ξενοφερμένος]]). Ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ἐλεύθω]] τοῦ [[ἔρχομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[advena]]'', [[foreigner]], [[stranger]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.29.5/ 1.29.5].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 15:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπηλῠς Medium diacritics: ἔπηλυς Low diacritics: έπηλυς Capitals: ΕΠΗΛΥΣ
Transliteration A: épēlys Transliteration B: epēlys Transliteration C: epilys Beta Code: e)/phlus

English (LSJ)

ἐπήλῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον)
A one who comes to a place, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις = come back to me (for they were going away), S. Ph.1190 (anap.).
II incomer, stranger, foreigner, opp. αὐτόχθων, Hdt.1.78, 4.197; ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers.243 (troch.), cf. Th.34, Supp.195, Th.1.29; Adj., ἔ. γένεσις Pl.Mx.237b; ἔ. βίος J.AJ8.12.2: also in neut. pl., ἐπήλυδα ἔθνεα Hdt.8.73: neut. sg., ἐπήλυδος γένους D.H.1.60; ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3.

German (Pape)

[Seite 920] ἐπήλυδος, ὁ, ἡ (ἤλυθον), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις, kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; Gegensatz von αὐτόχθων, Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔθνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ ὕδωρ ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. ἐπήλυδος
1 qui arrive du dehors, qui vient du dehors;
2 étranger.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔπηλῠς: υ, gen. ἐπήλῠδος adj. ἐπελεύσομαι
1 приходящий: ἔλθετε ἐπήλυδες αὖθις Soph. придите вновь, вернитесь;
2 пришлый, иноземный (ἔθνεα Her.; γένεσις Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.).
ῠδος ὁ (тж. ἀνὴρ ἔ. Aesch., Plut.) пришелец, иноземец Thuc., Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπηλῠς: ἐπήλῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον) ἐπανερχόμενος, ἔλθετ’ ἐπήλυδες αὖθις, στράφητε καὶ ἔλθετε πάλιν (ἐπειδὴ ἀνεχώρουν), Σοφ. Φιλ. 1190. ΙΙ. ξένος, νεωστὶ ἐλθών, ἄλλοθεν ἐλθών, Λατ. advena, ἀντίθ. τῷ αὐτόχων, Ἡρόδ. 1. 78., 4. 197, καὶ Ἀττ., ἄνδρας πολεμίους ἐπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 243, πρβλ. Θήβ. 34, Ἱκέτ. 195·- ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. πληθ., ἐπήλυδα ἔθνεα Ἡρόδ. 8. 73· οὐδέτ. ἑνικ., ἐπήλυδος γένους Διον. Ἁλ. 1. 60· ὕδωρ ἔπηλυ Παυσ. 2. 5, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήλυδας. 2) = προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392. 21, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1028Β.

Greek Monolingual

ἔπηλυς, -υ (AM)
ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ' ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.)
2. προσήλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι»)
το -η- του -ηλυς είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἔπηλῠς: ἐπήλῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον),
I. φερμένος σε ένα μέρος, ἐπήλυδες αὖθις, που έρχονται πίσω σε μένα, σε Σοφ.
II. νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός, Λατ. advena, αντίθ. προς το αὐτόχθων, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐλεύσομαι.

Middle Liddell

ἔπηλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, ἐπήλυθον
I. one who comes to a place, ἐπήλυδες αὖθις coming back to me, Soph.
II. an incomer, stranger, foreigner, Lat. advena, opp. to αὐτόχθων, Hdt., Aesch.

Frisk Etymology German

ἔπηλυς: {épēlus}
Meaning: eingewandert, Fremdling
See also: s. ἐλεύσομαι.
Page 1,534

English (Woodhouse)

immigrant, new-comer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ξενοφερμένος). Ἀπό τό ἐπί + ἐλεύθω τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

advena, foreigner, stranger, 1.29.5.

Translations

foreigner

Afrikaans: buitelander; Albanian: huaj; Arabic: أَجْنَبِيّ‎, أَجْنَبِيَّة‎; Egyptian Arabic: أجنبي‎, أجنبية‎; Hijazi Arabic: أجنبي‎, أجْنَبِيَّة‎; Armenian: օտարերկրացի, արտասահմանցի, օտարազգի; Aromanian: xen, striin; Azerbaijani: xarici, əcnəbi; Basque: atzerritar, kanpotar; Belarusian: іншаземец, іншаземка, чужаземец, чужаземка, замежнік, замежніца; Bengali: বিদেশি, বিদেশী, আজনবী; Bulgarian: чужденец, чужденка; Burmese: တတိုင်းတပြည်သား, နိုင်ငံခြားသား; Catalan: foraster, forastera; estranger, estrangera; Chinese Cantonese: 外國人, 外国人, 老外; Dungan: вэгуйжын; Mandarin: 外國人, 外国人, 外人, 老外; Min Nan: 外國人, 外国人, 外國儂, 外国侬; Czech: cizinec, cizinka; Danish: udlænding; Dutch: buitenlander, buitenlandse, vreemdeling, vreemdelinge, uitlander, uitlandse; Esperanto: fremdulo, fremdlandulo, eksterlandano; Estonian: välismaalane; Faroese: útlendingur; Finnish: ulkomaalainen; French: étranger, étrangère; Galician: estranxeiro, estranxeira, forasteiro, forasteira; Georgian: უცხოელი; German: Ausländer, Ausländerin; Greek: ξένος, ξένη, αλλοδαπός, αλλοδαπή; Ancient Greek: ξένος, ξένη, ἔπηλυς; Guaraní: pytagua; Hebrew: זָר‎, זָרָה‎; Hindi: विदेशी, अन्यदेशीय, परदेशी, अजनबी; Hungarian: külföldi, idegen; Icelandic: útlendingur; Indonesian: orang asing; Irish: allúrach; Italian: straniero, straniera; Japanese: 外国人, 外人, 異国人; Jarawa: innen; Kazakh: шетелдік, шетел адамы; Khmer: ជនបរទេស, បរទេស; Korean: 외국인(外國人), 이국인(異國人), 외인(外人); Kurdish Northern Kurdish: bîyanî, ecnebi; Kyrgyz: чет өлкөлүк; Lao: ຝຣັ່ງ, ແຂກ, ແຂກກູລາ, ຄົນນອກ; Latin: barbarus, peregrinus, extraneus, alienus; Latvian: ārzemnieks, ārzemniece; Lithuanian: užsienietis, užsienietė, svetimšalis, kitakilmis; Macedonian: странец, странкиња, туѓинец, туѓинка; Malay: orang asing; Malayalam: വിദേശി; Maltese: għarib, għariba, barrani, barranija; Maori: tautangata; Middle English: foreyn, foreyner; Mongolian Cyrillic: гадаадын хүн, гаднын хүн; Navajo: anaʼí, déʼéyóní; Norwegian Bokmål: utlending; Nynorsk: utlending; Occitan: estrangièr, forastièr; Old English: elþēodiġ, elþēodegu; Pashto: اجنبي‎, خارج‎; Persian: اجنبی‎, خارجی‎, بیگانه‎; Polish: cudzoziemiec, cudzoziemka, obcokrajowiec; Portuguese: estrangeiro, estrangeira; Romanian: străin, străină; Russian: иностранец, иностранка, чужеземец, чужеземка, иноземец, иноземка, чужестранец, чужестранка; Scots: fremmit fowk; Scottish Gaelic: coimheach, coigreach, Gall, eilthireach; Serbo-Croatian Cyrillic: странац, стра̏нкиња, туђинац, ту̀ђӣнка; Roman: stránac, strȁnkinja, tuđínac, tùđīnka; Sherpa: ཕྱི་རྒྱ; Slovak: cudzinec, cudzinka; Slovene: tujec, tujka; Spanish: extranjero, extranjera, forastero, fuereño, foráneo, afuereño; Swahili: ajinabi; Swedish: utlänning; Tajik: хориҷӣ, аҷнабӣ, бегона; Telugu: పరదేశి; Tetum: malae; Thai: ฝรั่ง, ฮวน, ต่างชาติ, ต่างด้าว, คนจร; Tibetan: ཕྱི་རྒྱལ་གྱི་མི; Turkish: yabancı, ecnebi, çet elli; Turkmen: gemişek; Ugaritic: 𐎐𐎋𐎗; Ukrainian: іноземець, іноземка, чужоземець, чужоземка; Urdu: پردیسی‎, اجنبی‎; Uyghur: چەت ئەللىك‎, چەتئەللىك‎, ئەجنەبىي‎; Uzbek: chet ellik, ajnabiy; Vietnamese: người nước ngoài, người ngoại quốc; Volapük: foginänan, hifoginänan, jifoginänan; Welsh: alltud; Yiddish: אויסלענדער‎, אויסלענדערין‎

stranger

Arabic: أَجْنَبِيّ‎; Armenian: օտարական; Belarusian: іншаземец, іншаземка, чужаземец, чужаземка; Bulgarian: чужденец, чужденка; Catalan: foraster, forastera, estranger, estrangera; Chinese Mandarin: 外國人, 外国人; Czech: cizinec, cizozemec; Danish: udlænding, fremmed; Dutch: buitenlander, buitenlandse, vreemdeling, vreemdelinge; Esperanto: eksterlandano, eksterlandanino, alilandano, alilandanino, alilandulo, alilandulino, fremdulo, fremdulino; Faroese: útlendingur; Finnish: muukalainen; French: étranger, étrangère; Georgian: უცხოელი; German: Fremder, Fremde, Ausländer, Ausländerin, Fremdling; Greek: ξένος, ξένη, αλλοδαπός, αλλοδαπή; Ancient Greek: ξένος; Hindi: विदेशी, अन्यदेशीय, परदेशी; Hungarian: idegenek; Icelandic: útlendingur; Ido: stranjero, stranjerulo, stranjerino; Indonesian: orang asing; Irish: strainséir; Italian: straniero, straniera; Japanese: 外国人, 外人; Korean: 외국인(外國人), 이국인(異國人); Latin: extraneus, extranea, hospes; Macedonian: странец, туѓинец; Maori: tautangata, pūtere, uakoau; Middle English: stranger, alien; Norwegian Bokmål: utlending; Nynorsk: utlending; Persian: خارجی‎, اجنبی‎; Polish: cudzoziemiec, cudzoziemka; Portuguese: estrangeiro, estrangeira, forasteiro; Russian: иностранец, иностранка, чужеземец, инородец; Scottish Gaelic: coimheach, coigreach; Serbo-Croatian Cyrillic: странац, стра̏нкиња, туђинац; Roman: stránac, strȁnkinja, tuđínac; Sicilian: furisteri, stranu; Slovak: cudzinec, cudzinka; Slovene: tujec, tujka; Spanish: forastero, forastera, extranjero, extranjera; Swahili: mgeni; Swedish: utlänning, främling; Tajik: хориҷӣ, аҷнабӣ; Thai: ฝรั่ง; Turkish: yabancı; Ukrainian: іноземець, іноземка; Urdu: پردیشی‎; Westrobothnian: frammlänning