puro: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(3)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐνόβρυζος]], [[ἄνοθος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄκακος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄμωμος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἄδολος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἄμικτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἄχραντος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀχρανής]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἀχραής]], [[ἄμιξος]], [[ἀμιγής]], [[ἀφίλης]], [[εἰλικρινής]], [[ἀκέραιος]], [[ἄφθορος]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἁγνός]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀσκηθής]], [[ἁγής]], [[διειδής]], [[ἁπλόος]]
|sltx=[[ἀβέβηλος]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄδολος]], [[ἄθικτος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἄκακος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄκρατος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἄνοθος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἁπλόος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἄφθορος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἄχραντος]], [[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]], [[εὐαγής]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ὅσιος]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]]
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 16 November 2024

Latin > English (Lewis & Short)

pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.

Latin > German (Georges)

(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.

Spanish > Greek

ἀβέβηλος, ἁγής, ἁγνευτικός, ἁγνός, ἀδιάφθορος, ἄδολος, ἄθικτος, ἀθόλωτος, ἄκακος, ἀκατάμικτος, ἀκέραιος, ἀκεραιοφανής, ἀκηλίδωτος, ἀκηράσιος, ἀκήρατος, ἀκραιφνής, ἄκρατος, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἀμιγής, ἄμικτος, ἄμιξος, ἀμόλυντος, ἀμύσακτος, ἀμώμητος, ἄμωμος, ἀνέπαφος, ἀνεπιθόλωτος, ἀνθέμινος, ἄνοθος, ἀπαράχυτος, ἀπαρέγχυτος, ἁπλόος, ἀπρόσκοπος, ἀρᾳδιούργητος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἄρρυπος, ἀρρύπωτος, ἀσκηθής, ἀσύνθετος, ἄφθορος, ἀφίλης, ἀχραής, ἀχρανής, ἄχραντος, διειδής, εἰλικρινής, εἰλικρινοειδής, ἐκλεκτός, ἐνόβρυζος, εὐαγής, καθαρός, λαμπρός, ὅσιος