μαγεύς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_3)
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mageys
|Transliteration C=mageys
|Beta Code=mageu/s
|Beta Code=mageu/s
|Definition=έως, ὁ, (μάσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who kneads</b>, <span class="bibl">Poll.6.64</span>, Hsch. (pl. <b class="b3">μαγῆες</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">one who wipes</b>, μαγῆα σπόγγον <span class="title">AP</span>6.306 (Aristo).</span>
|Definition=-έως, ὁ, ([[μάσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who kneads]], Poll.6.64, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (pl. [[μαγῆες]]).<br><span class="bld">II</span> [[one who wipes]], μαγῆα σπόγγον ''AP''6.306 (Aristo).
}}
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui essuie]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Knetende]], [[Backende]], Vetera Lexica</i> <i>Der [[Abwischende]]</i>, τὸν μαγῆα σπόγγον, [[Aristo]] 1 (VI.306).
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγεύς:''' έως adj. m [[стирающий]], [[вытирающий]] ([[σπόγγος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγεύς''': έως, ὁ, ([[μάσσω]]) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», [[Πολυδ]]. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
|lstext='''μᾰγεύς''': έως, ὁ, ([[μάσσω]]) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαγεύς]]<sub>(</sub>-έως, ὁ, ονομ. πληθ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[μαγῆες]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζυμώνει [[ψωμί]], [[ζυμωτής]]<br /><b>2.</b> (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαγῆες]]<br />οἰκονόμοι δείπνου» και «[[μαγῆες]]<br />τὰ ἄλφιτα μάττοντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>.- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[σπορ]]-<i>εύς</i>, <i>φθορ</i>-<i>εύς</i>). Κατ' άλλους, από τ. <i>μαγή</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγεύς:''' -έως, ὁ ([[μάσσω]]), αυτός που ζυμώνει [[ψωμί]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰγεύς, έως, [[μάσσω]]<br />one who wipes, Anth.
}}
}}
{{bailly
{{mantoulidis
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui essuie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]].
|mantxt=(=[[ζυμωτής]]). Ἀπό τό [[μάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 18 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγεύς Medium diacritics: μαγεύς Low diacritics: μαγεύς Capitals: ΜΑΓΕΥΣ
Transliteration A: mageús Transliteration B: mageus Transliteration C: mageys Beta Code: mageu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, (μάσσω)
A one who kneads, Poll.6.64, Hsch. (pl. μαγῆες).
II one who wipes, μαγῆα σπόγγον AP6.306 (Aristo).

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
qui essuie.
Étymologie: cf. μάσσω.

German (Pape)

ὁ, der Knetende, Backende, Vetera LexicaDer Abwischende, τὸν μαγῆα σπόγγον, Aristo 1 (VI.306).

Russian (Dvoretsky)

μᾰγεύς: έως adj. m стирающий, вытирающий (σπόγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγεύς: έως, ὁ, (μάσσω) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.

Greek Monolingual

μαγεύς(-έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α)
1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής
2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες
οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες
τὰ ἄλφιτα μάττοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ.- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -εύς (πρβλ. σπορ-εύς, φθορ-εύς). Κατ' άλλους, από τ. μαγή].

Greek Monotonic

μᾰγεύς: -έως, ὁ (μάσσω), αυτός που ζυμώνει ψωμί, σε Ανθ.

Middle Liddell

μᾰγεύς, έως, μάσσω
one who wipes, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ζυμωτής). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.