πέτευρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0605.png Seite 605]] τό, = [[πέταυρον]]; Ar. in Phot. lex.; Theocr. 13, 13; Nic. Th. 197.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0605.png Seite 605]] τό, = [[πέταυρον]]; Ar. in Phot. lex.; Theocr. 13, 13; Nic. Th. 197.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[πέταυρον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πέτευρον -ου, τό stok (voor kippen).
|elnltext=πέτευρον -ου, τό [[stok]] (voor kippen).
}}
{{elru
|elrutext='''πέτευρον:''' τό = [[πέταυρον]].
}}
{{ls
|lstext='''πέτευρον''': τό, = [[πέταυρον]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πέταυρο]].
|mltxt=το / [[πέταυρον]], ΝΜΑ, και [[πέτευρον]] ΜΑ<br />λεπτή και ελαστική [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεπτό]] [[σανίδι]] που χρησιμοποιείται για [[επένδυση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοιμούνται οι κότες<br /><b>2.</b> [[καταπακτή]], [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] επίμηκες [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[ικρίωμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>3.</b> [[κατάστιχο]] για [[καταγραφή]] λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή [[γραφή]] της λ. θεωρείται η [[πέτευρον]], ενώ ο τ. <i>πέτ</i>-<i>αυ</i>-<i>ρον</i> απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. [[καθώς]] και στις λ. <i>petaura</i>, <i>petaurista</i> τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. [[πέτευρον]] / [[πέταυρον]] [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πετά]] ([[άλλος]] τ. της πρόθεσης [[πεδά]]) και τη λ. [[αὔρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>πετᾱ</i>(<i>F</i>)<i>ορον</i>, παρλλ. τ. του <i>πεδᾱ</i>(<i>F</i>)<i>ορον</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>μετέωρον</i>, [[οπότε]] η [[δίφθογγος]] -<i>ευ</i>- του [[πέτευρον]] [[είτε]] αποτελεί υπερδιορθωμένη [[μορφή]] του -<i>αυ</i>- [[είτε]] προέρχεται από την παρλλ. [[παρουσία]] τών τ. -<i>ήFορον</i>, -<i>ᾱFορον</i>. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. [[πετά]] (<b>βλ.</b> [[πεδά]]). Τέλος, η [[άποψη]] ότι η λ. [[πέτευρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pet</i><i>ě</i>-<i>wr</i><sub>o</sub>) συνδέεται με το ρ. [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του [[ἄλευρον]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική [[άποψη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέτευρον:''' τό, = [[πέταυρον]], βλ. αυτ.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:08, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτευρον Medium diacritics: πέτευρον Low diacritics: πέτευρον Capitals: ΠΕΤΕΥΡΟΝ
Transliteration A: péteuron Transliteration B: peteuron Transliteration C: petevron Beta Code: pe/teuron

English (LSJ)

τό,
A roosting-perch for fowls, Ar.Fr.839, Theoc.13.13, Nic.Th.197 (pl.), Hsch.
2 generally, pole, spar, plank, Lyc. 884.
II springboard, used by tumblers and acrobats, Man.6.444, Epic.in Arch.Pap.7p.5; Lat. petaurus, Juv.14.265, etc., but abl. peteuro (v.l. petauro), Lucil.Fr.1298 Marx.
2 platform, stage, Plb.8.4.8.
III springe, trap, ἐπὶ πέτευρον ᾅδου συναντᾷ LXX Pr.9.18.
IV public notice board, IG7.235.42 (Oropus, iv B.C.); π. τῷ λόγῳ (for publication of accounts) ib.11(2).145.44 (Delos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 605] τό, = πέταυρον; Ar. in Phot. lex.; Theocr. 13, 13; Nic. Th. 197.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέτευρον -ου, τό stok (voor kippen).

Greek Monolingual

το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ
λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές
νεοελλ.
λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση
μσν.-αρχ.
σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες
2. καταπακτή, παγίδα
αρχ.
1. κάθε επίμηκες ξύλο
2. ικρίωμα, εξέδρα
3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή της λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. της πρόθεσης πεδά) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. του πεδᾱ(F)ορον, αιολ. και δωρ. τ. του μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- του πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή του -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: hen-roost, acrobat's bar, -framework, high platform, public notice-board (Ar. Fr. 839, inscr. IVa, hell.).
Other forms: -αυρον, πέντευρον s. bel.
Derivatives: πετεύρ-ιον n. small notice-board (Erythrae IVa), -ίζομαι to use a π. = to act as an acrobat (Phld.), with -ισμός, -ιστής, -ιστήρ (Plu., Man.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical expression without certain etymology. After Kretschmer KZ 31, 449 from πετα- (= πεδα-, s.v.) and αὔρα air; similar Baunack Phil. 70, 469 and Schwyzer 198 (Schw.-Debr. 498 n. 2; cf. also Prellwitz): from *πετα(Ϝ)ορον as byform of πεδα(Ϝ)ορον = μετέωρον. On the contrary Persson Beitr. 2, 825 n. 7 with Lobeck tries to find connection with πέτομαι (prop. *"instrument to fly"[?]); formation then like ἄλευρον (Benveniste Origines 112). The hesitation ευ: αυ is also diff. interpreted; ευ hypercorrect for αυ (Schwyzer l.c.); from -αϜορον resp. -ηϜορον (Baunack l.c.). -- Lat. LW [loanword] petaurum, -aurista with -auristānus, -aurārius (W.-Hofmann s.v.; there also lit.). -- Pre-Greek Furnée 353; there is also πέντευρον H. (Furnée 291).

Middle Liddell

πέτευρον, ου, τό, = πέταυρον, q.v.]

Frisk Etymology German

πέτευρον: {péteuron}
Forms: (πέταυρον, s. u.)
Grammar: n.
Meaning: ‘Hühnerstange, Akrobatenstange, -gerüst, hohes Gerüst, Anschlagbrett’ (Ar. Fr. 839, Inschr. IVa, hell. u. sp.).
Derivative: Davon πετεύριον n. kleines Anschlagbrett (Erythrae IVa), -ίζομαι ‘ein π. benutzen’ = als Akrobat auftreten (Phld.), mit -ισμός, -ιστής, -ιστήρ (Plu., Man. u.a.).
Etymology: Technischer Ausdruck ohne sichere Etymologie. Nach Kretschmer KZ 31, 449 von πετα- (= πεδα-, s.d.) und αὔρα Luft; ähnlich Baunack Phil. 70, 469 und Schwyzer 198 (Schw.-Debr. 498 A. 2; vgl. auch Prellwitz): aus *πετα(ϝ)ορον als Nebenform von πεδα(ϝ)ορον = μετέωρον. Dagegen sucht Persson Beitr. 2, 825 A. 7 mit Lobeck Anschluß an πέτομαι (eig. *"Flugvorrichtung"[?]); Bildung dann wie ἄλευρον (Benveniste Origines 112). Das Schwanken ευ: αυ wird ebenfalls verschieden beurteilt; ευ hyperkorrekt für αυ (Schwyzer a.O.); aus -αϝορον bzw. -ηϝορον (Baunack a. O.). — Lat. LW petaurum, -aurista mit -auristānus, -aurārius (W.-Hofmann s.v.; daselbst auch Lit.).
Page 2,521