ἐφέδρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1113.png Seite 1113]] ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung, Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form [[ἐπέδρη]]. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = [[ἵππουρις]], Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1113.png Seite 1113]] ἡ, das [[Dabeisitzen]], die [[Belagerung]], Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form [[ἐπέδρη]]. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = [[ἵππουρις]], Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφέδρα''': Ἰων. [[ἐπέδρη]], ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· [[ἐντεῦθεν]], [[πολιορκία]], ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) [[κάθισις]] ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, [[διότι]] πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. [[σταθμός]], «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.
|lstext='''ἐφέδρα''': Ἰων. [[ἐπέδρη]], ἡ, τὸ [[ἐφεδρεύειν]], παραμένειν πλησίον τόπου τινός· [[ἐντεῦθεν]], [[πολιορκία]], [[ἀποκλεισμός]], Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) [[κάθισις]] ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, [[διότι]] πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. [[σταθμός]], «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:28, 16 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέδρα Medium diacritics: ἐφέδρα Low diacritics: εφέδρα Capitals: ΕΦΕΔΡΑ
Transliteration A: ephédra Transliteration B: ephedra Transliteration C: efedra Beta Code: e)fe/dra

English (LSJ)

Ion, ἐπέδρη, ἡ,
A sitting by or sitting before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17; ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).
2 sitting upon, Pl.Plt. 288a.
II stable, Phleg.Mir.3.
2 base, Hero Spir.1.30.
3 surface of a threshold, Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).
III a plant, = ἵππουρις, Hsch., Plin.HN26.36, Ps.-Dsc.4.46.

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung, Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form ἐπέδρη. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = ἵππουρις, Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'assiéger.
Étymologie: ἐπί, ἕδρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέδρα: ион. ἐπέδρη
1 сидение (ὄχημα ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστί Plat.);
2 осада (ἐπέδρην ποιεῖσθαι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέδρα: Ἰων. ἐπέδρη, ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· ἐντεῦθεν, πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) κάθισις ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, διότι πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. σταθμός, «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.

Greek Monolingual

η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) εφέζομαι
νεοελλ.
γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη
αρχ.
1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό
2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)
3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους
4. βάση, υποστήριγμα
5. (για άλογα) στάβλος
6. η επιφάνεια του κατωφλιού
7. βοτ. το φυτό ίππουρις.

Greek Monotonic

ἐφέδρα: Ιων. ἐπ-έδρη, ἡ, παραμονή σε ή μπροστά από τόπο, πολιορκία, αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

a sitting by or before a place: a siege, blockade, Lat. obsessio, Hdt.

Translations

siege

Afrikaans: beleëring sg, beleg sg; Albanian: rrethim; Arabic: حِصَار‎, مُحَاصَرَة‎; Armenian: պաշարում; Asturian: asediu; Azerbaijani: mühasirə; Basque: setio sg; Belarusian: аблога, блакада; Bulgarian: обсада; Catalan: setge; Chinese Mandarin: 攻城戰, 攻城战, 包圍戰, 包围战, 圍城, 围城, 圍困, 围困; Czech: obležení; Danish: belejring; Dutch: belegering, beleg; Esperanto: sieĝo; Estonian: piiramine; Finnish: piiritys; French: siège; Galician: asedio, sitio, cerco; Georgian: ალყა; German: Belagerung; Greek: πολιορκία; Ancient Greek: πολιορκία, πολιορκίη, προσεδρεία, προσεδρία, ἐφέδρα, ἐπέδρη; Hebrew: מָצוֹר‎; Hindi: घेरा, घेराबंदी; Hungarian: ostrom; Icelandic: herkví, umsátur; Ido: siejo; Indonesian: pengepungan; Irish: léigear; Italian: assedio; Japanese: 攻城戦, 包囲; Kazakh: қамау, қоршау; Khmer: ការឡោមព័ទ្ធ; Korean: 공성전(攻城戰), 포위(包圍); Kyrgyz: камоо, курчоо; Latin: obsidio, obsessio; Latvian: aplenkums; Lithuanian: apgula; Macedonian: опсада; Malay: pengepungan; Norwegian Norwegian Bokmål: beleiring; Norwegian Nynorsk: omleiring; Pashto: محاصره‎; Persian: محاصره‎; Polish: oblężenie; Portuguese: sítio, cerco, assédio; Romanian: asediu; Russian: осада, блокада; Scottish Gaelic: sèist; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏псада; Roman: ȍpsada; Slovak: obliehanie; Slovene: obleganje; Spanish: sitio, asedio; Swedish: belägring; Tajik: муҳосира, муҳосара; Thai: การล้อม; Turkish: kuşatma, muhasara; Ukrainian: облога, блокада; Urdu: محاصرہ‎, گھِیرا‎; Uzbek: muhosara; Vietnamese: sự bao vây, sự phong tỏa