ἀφανίζω: Difference between revisions
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφανίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: πρκμ. ἠφάνικα, Δημ. 950. 3: ― καθιστῶ τι ἀφανές, [[ἀποκρύπτω]], [[νεφέλη]]… ἠφάνισεν ἥλιον (πιθ. γραφὴ) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατ. abscondo, χάνω τὴν θέαν τινός, δὲν [[βλέπω]] τι, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγωκαρίωνι» 1. 18, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἀφ. τὸ συμφορώτατον, ἐξαλείφειν, ἀπαλείφειν, καταστρέφειν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου πολιτικοὺς καταδίκους, [[ὥστε]] ἡ [[τύχη]] αὐτῶν διαμένει [[ἄγνωστος]], Ἡρόδ. 3. 126, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 53, πρβλ. Θουκ. 4. 80, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 11· [[καθόλου]], ἐπὶ θανάτου, [[αἴρω]] ἐκ τῆς γῆς, «παίρνω», Ἐπιγρ. Ἑλλ. 376. 8., 380. 6, κ. ἀλλ.: ― Παθ., τὴν γνώμην μηδὲν... ἀφανισθεῖσαν, [[οὐδαμοῦ]] ἢ ἀποκρυφθεῖσαν, σκεπασθεῖσαν, Θουκ. 7. 8. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀπομακρύνω, [[ἄχος]] Σοφ. Ο. C 1712· [[ἐξαφανίζω]], [[ὁπότε]] πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα [[παρθένος]] τιν' ἀνδρῶν Εὐρ. Φοίν. 1041· Μούσας ἀφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 971· ἀφ. αὐτὸν εἰς τὸν νεὼν ὁ αὐτ. Πλ. 741. 3) [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, παντελῶς [[ἐξαλείφω]], καθαιρῶ μέχρις ἐδάφους, [[ἐξαλείφω]] τὸ γεγραμμένον κτλ., Θουκ. 6. 54, κτλ.· [[ὅλως]] ἀφ. τὰ ἱερὰ Δημ. 562, 17. 4) καθιστῶ ἀφανῆ, [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5. 3, κτλ.· [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη αἵματος, Ἀντιφῶν 134. 37· [[ἐξαφανίζω]] μάρτυρα ἢ μαρυρίαν, ὁ αὐτ. 135. 29: ἀπαλάττομαί τινος, δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 760. 5) [[ἀποκρύπτω]], [[κλέπτω]]. Ξεν. Οἰκ. 14. 2. 6) [[ἐπισκοτίζω]], ἀμαυρῶ, [[καταστρέφω]] τὴν ὑπόληψίν τινος, ἀρετήν, ἀξίωσιν, δόξαν, τὸ δίκαιον, κτλ., Θουκ. 7. 69., 2. 61, Πλάτ., κτλ.: ἀλλ' ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀφ. αγαθῷ κακόν, ἐξαλείφειν τὸ κακὸν διὰ τοῦ ἀγαθοῦ, Θουκ. 2. 42· δύσκλειαν ὁ αὐτ. 3. 58· τὰ χρώματα ἀφανίζουσιν ἐκ τοῦ σώματος (ἡ [[λύπη]] καὶ τὸ ζῆν κακῶς), Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1· τὴν [[τρίχα]] πολιὰν οὖσαν ἐπειρᾶτο βαφῇ ἀφανίζειν, προσεπάθει νὰ τὴν κάμῃ διὰ βαφῆς νὰ μὴ φαίνηται τοιαύτη, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 20· ἀφανίζειν τὰ πρόσωπα (πρβλ. [[ἀπρόσωπος]]), ἐπὶ τῆς προσποιητῆς σκυθρωπότητος τῶν ὑποκριτῶν [[ὅταν]] νηστεύωσιν, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὑτῶν, [[ὅπως]] φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 16· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 20, Ζαχ. Ζ΄, 14). 7) [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]] περιουσίαν, [[ἀργύριον]], ναυτικὸν Αἰσχίν. 14. 24., 85. 31· ὅλον τὸ [[ἐργαστήριον]] Δημ. 821, ἐν τέλει, πρβλ. 820 ἐν τέλει, 839. 15· ― [[ὡσαύτως]] ἀφ. τὴν οὐσίαν, [[μετατρέπω]] τὴν περιουσίαν (κτηματικὴν ἢ [[ἄλλην]]) εἰς χρήματα ἵνα ἀποκρύψω αὐτήν, ἢ ἄρω ἐκ τοῦ μέσου (πρβλ. ἀφανὴς 5), Δημ. 827. 12, Αἰσχίν. 14. 38. 8) [[ἐκπίνω]], [[πίνω]] ἐντελῶς [[ποτήριον]] οἴνου, Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· πρβλ. Meineke Ἀποσπ. Κωμ. 2. 829. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀόρατος]], ἐξαφανίζομαι, Ἡρόδ. 4. 8. 124, Σοφ. Ἀντ. 255· ἐπὶ ἀνθρώπων καταχωσθέντων ὑπὸ θυέλλης ἄμμου, Ἡρόδ. 3. 26· ἢ ἀπολεσθέντων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Θουκ. 8. 38, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 24· ἀφ. κατὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ νήσων, Ἡρόδ. 7. 6· [[ὑποβρύχιος]] ἠφ. Πλουτ. Κράσσ. 19· ἀφ ἐξ ἀνθρώπων Ἡρόδ. 4. 95, Λυσ. 191. 27· ἀφ. εἰς ὕλην, ἐντὸς δάσους, Ξεν. Κυν. 10. 23· καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83. 2) ζῶ ἰδιωτεύων, Ξεν. Ἀγ. 9. 1. | |lstext='''ἀφανίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: πρκμ. ἠφάνικα, Δημ. 950. 3: ― καθιστῶ τι ἀφανές, [[ἀποκρύπτω]], [[νεφέλη]]… ἠφάνισεν ἥλιον (πιθ. γραφὴ) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατ. abscondo, χάνω τὴν θέαν τινός, δὲν [[βλέπω]] τι, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγωκαρίωνι» 1. 18, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἀφ. τὸ συμφορώτατον, ἐξαλείφειν, ἀπαλείφειν, καταστρέφειν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου πολιτικοὺς καταδίκους, [[ὥστε]] ἡ [[τύχη]] αὐτῶν διαμένει [[ἄγνωστος]], Ἡρόδ. 3. 126, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 53, πρβλ. Θουκ. 4. 80, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 11· [[καθόλου]], ἐπὶ θανάτου, [[αἴρω]] ἐκ τῆς γῆς, «παίρνω», Ἐπιγρ. Ἑλλ. 376. 8., 380. 6, κ. ἀλλ.: ― Παθ., τὴν γνώμην μηδὲν... ἀφανισθεῖσαν, [[οὐδαμοῦ]] ἢ ἀποκρυφθεῖσαν, σκεπασθεῖσαν, Θουκ. 7. 8. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀπομακρύνω, [[ἄχος]] Σοφ. Ο. C 1712· [[ἐξαφανίζω]], [[ὁπότε]] πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα [[παρθένος]] τιν' ἀνδρῶν Εὐρ. Φοίν. 1041· Μούσας ἀφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 971· ἀφ. αὐτὸν εἰς τὸν νεὼν ὁ αὐτ. Πλ. 741. 3) [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, παντελῶς [[ἐξαλείφω]], καθαιρῶ μέχρις ἐδάφους, [[ἐξαλείφω]] τὸ γεγραμμένον κτλ., Θουκ. 6. 54, κτλ.· [[ὅλως]] ἀφ. τὰ ἱερὰ Δημ. 562, 17. 4) καθιστῶ ἀφανῆ, [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5. 3, κτλ.· [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη αἵματος, Ἀντιφῶν 134. 37· [[ἐξαφανίζω]] μάρτυρα ἢ μαρυρίαν, ὁ αὐτ. 135. 29: ἀπαλάττομαί τινος, δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 760. 5) [[ἀποκρύπτω]], [[κλέπτω]]. Ξεν. Οἰκ. 14. 2. 6) [[ἐπισκοτίζω]], ἀμαυρῶ, [[καταστρέφω]] τὴν ὑπόληψίν τινος, ἀρετήν, ἀξίωσιν, δόξαν, τὸ δίκαιον, κτλ., Θουκ. 7. 69., 2. 61, Πλάτ., κτλ.: ἀλλ' ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀφ. αγαθῷ κακόν, ἐξαλείφειν τὸ κακὸν διὰ τοῦ ἀγαθοῦ, Θουκ. 2. 42· δύσκλειαν ὁ αὐτ. 3. 58· τὰ χρώματα ἀφανίζουσιν ἐκ τοῦ σώματος (ἡ [[λύπη]] καὶ τὸ ζῆν κακῶς), Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1· τὴν [[τρίχα]] πολιὰν οὖσαν ἐπειρᾶτο βαφῇ ἀφανίζειν, προσεπάθει νὰ τὴν κάμῃ διὰ βαφῆς νὰ μὴ φαίνηται τοιαύτη, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 20· ἀφανίζειν τὰ πρόσωπα (πρβλ. [[ἀπρόσωπος]]), ἐπὶ τῆς προσποιητῆς σκυθρωπότητος τῶν ὑποκριτῶν [[ὅταν]] νηστεύωσιν, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὑτῶν, [[ὅπως]] φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 16· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 20, Ζαχ. Ζ΄, 14). 7) [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]] περιουσίαν, [[ἀργύριον]], ναυτικὸν Αἰσχίν. 14. 24., 85. 31· ὅλον τὸ [[ἐργαστήριον]] Δημ. 821, ἐν τέλει, πρβλ. 820 ἐν τέλει, 839. 15· ― [[ὡσαύτως]] ἀφ. τὴν οὐσίαν, [[μετατρέπω]] τὴν περιουσίαν (κτηματικὴν ἢ [[ἄλλην]]) εἰς χρήματα ἵνα ἀποκρύψω αὐτήν, ἢ ἄρω ἐκ τοῦ μέσου (πρβλ. ἀφανὴς 5), Δημ. 827. 12, Αἰσχίν. 14. 38. 8) [[ἐκπίνω]], [[πίνω]] ἐντελῶς [[ποτήριον]] οἴνου, Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· πρβλ. Meineke Ἀποσπ. Κωμ. 2. 829. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀόρατος]], ἐξαφανίζομαι, Ἡρόδ. 4. 8. 124, Σοφ. Ἀντ. 255· ἐπὶ ἀνθρώπων καταχωσθέντων ὑπὸ θυέλλης ἄμμου, Ἡρόδ. 3. 26· ἢ ἀπολεσθέντων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Θουκ. 8. 38, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 24· ἀφ. κατὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ νήσων, Ἡρόδ. 7. 6· [[ὑποβρύχιος]] ἠφ. Πλουτ. Κράσσ. 19· ἀφ ἐξ ἀνθρώπων Ἡρόδ. 4. 95, Λυσ. 191. 27· ἀφ. εἰς ὕλην, ἐντὸς δάσους, Ξεν. Κυν. 10. 23· καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83. 2) ζῶ ἰδιωτεύων, Ξεν. Ἀγ. 9. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἠφάνιζον, <i>f.</i> ἀφανίσω, <i>att.</i> ἀφανιῶ, <i>ao.</i> ἠφάνισα, <i>pf.</i> ἠφάνικα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀφανισθήσομαι, <i>ao.</i> ἠφανίσθην, <i>pf.</i> ἠφάνισμαι;<br /><b>I.</b> faire disparaître, <i>d’où</i><br /><b>1</b> rendre invisible, cacher;<br /><b>2</b> supprimer, anéantir, acc. ; <i>Pass.</i> ἀφανίζεσθαι [[ἐξ]] ἀνθρώπων HDT disparaître d’entre les hommes, <i>càd</i> périr ; <i>en parl. de choses</i> détruire, effacer ; ἀφ. ἀγαθῷ [[κακόν]] THC effacer le mal avec le bien;<br /><b>3</b> perdre (de l’argent, des biens, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> tenir caché <i>ou</i> secret, dissimuler : τὴν γνώμην THC sa pensée ; <i>au propre</i> [[τρίχα]] βαφῇ ÉL dissimuler la couleur de ses cheveux en les teignant;<br /><b>5</b> éloigner, écarter : παῖδας καὶ γυναῖκας XÉN emmener des enfants et des femmes en esclavage ; <i>fig.</i> [[ἄχος]] SOPH calmer <i>litt.</i> écarter une douleur;<br /><b>6</b> emporter, dérober, soustraire;<br /><b>II.</b> obscurcir, ternir : τὴν ἀξίωσιν THC la considération dont on jouit ; [[τὰς]] πατρικὰς ἀρετάς THC les vertus de ses ancêtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut.
A -ῐῶ X.An.3.2.11, Pl.Tht.184a: pf. ἠφάνικα D.36.18:—make unseen, hide, νεφέλη . . ἠφάνισεν ἥλιον X.An.3.4.8; hush up, ἔργον Pl.Smp. 217e: hence, lose sight of, Eub.107.18; ἀ. τὸ συμφορώτατον do away with, reject, Hp.VM21 (v.l. for ἀφαιρέοντας); make away with a person, Hdt.3.126, X.Mem.1.2.53, Th.4.80; μή μ' ἀφανίσῃ λαβών Men. Epit.210:—Pass., τὴν γνώμην μηδὲν . . ἀφανισθεῖσαν in no part concealed or suppressed, Th.7.8. 2 do away with, remove, ἄχος S. OC1712 (lyr.); τινὰ πόλεος carry one off from the city, E.Ph.1041 (lyr.); Μούσας ἀ. Ar.Nu.972; ἀ. αὑτὸν εἰς τὸν νεών disappear into the temple, Id.Pl.741. 3 destroy, Ἀθήνας X.An.3.2.11, cf. Plb.1.81.6, LXXDe.7.2; ὅλως ἀ. ἱερά D.21.147, cf. Epigr.Gr.376.8 (Aezani). 4 obliterate writing, Th.6.54; footsteps, X.Cyn.5.3, etc.; traces of bloodshed, Antipho 5.45; spirit away a witness, ib.52; get rid of, δίκην Ar.Nu.760. 5 secrete, steal, X.Oec.14.2. 6 obscure, mar one's good name, etc., πατρικὰς ἀρετάς, ἀξίωσιν, δόξαν, Th.7.69, 2.61: in good sense, ἀ. ἀγαθῷ κακόν wipe out ill deeds by good, ib.42; δύσκλειαν Id.3.58; τὰ χρώματα ἀ. ἐκ τοῦ σώματος, of the wasting effect of grief, Antiph.98; τρίχα βαφῇ ἀ. disguise it by dyeing, Ael.VH7.20; ἀ. τὰ πρόσωπα (cf. ἀπρόσωπος), of artificial disfigurement, Ev.Matt.6.16, cf. LXXJl.2.20, Za.7.14. b spoil, οἶνον, ὕδωρ, Sor.1.90, Gal.9.645. 7 make away with property, etc., ἀργύριον, ναυτικόν, ἀνθρώπους, Aeschin. 1.101, 3.222, D.28.12; ἀ. τὴν οὐσίαν Aeschin.1.103; but, conceal the existence of, ἐργαστήριον, οὐσίαν, D.27.26,44. 8 drain a cup of wine, Eub.82. 9 ἀφανίσαι· σκεπάσαι, προνομεῦσαι, Hsch. II Pass., disappear, be missing, Hdt.4.8,124, S.Ant.255; of persons buried by a sand-storm, Hdt.3.26; or lost at sea, Th.8.38, X.HG1.6.33; ἀ. κατὰ τῆς θαλάσσης, of islands, Hdt.7.6; ὑποβρύχιος ἠφ. Plu.Crass.19; ἀ. ἐκ τῶν Θρηίκων Hdt.4.95; ἐξ ἀνθρώπων Lys.2.11; ἀ. εἰς ὕλην disappear into it, X.Cyn.10.23; καταγελασθὲν ἠφανίσθη was laughed down and disappeared, Th.3.83. 2 live retired, X.Ages.9.1.
German (Pape)
[Seite 407] unsichtbar machen, νεφέλη ἥλιον Xen. An. 3, 4, 8, nach Brodäus Emend., s. Krüger; den Augen entziehen, ἀφανίζοντες κρύπτομεν Plat. Phil. 66 a; vgl. Eur. I. T. 764; τὸ σῶμα ἐξενέγκαντες ἀφανίσουσι Xen. Mem. 1, 2, 53; vgl. Her. 3, 126; entwenden, Xen. Oec. 14, 2; verheimlichen, ὅ τι νοεῖ Plat. Crat. 418 b; vertilgen, zerstören, τὸ γένος Conv. 190 c; ἐλαίαν, σηκόν, Lys. 7, 2; ἀργύριον, οὐσίαν, Aesch. 1, 101. 103; Ἀθήνας Xen. An. 3, 2, 11. Häufiger im pass., νῆσοι κατὰ τῆς θαλάττης ἀφανίζονται, gehen unter, Her. 7, 6; κατακαυθεὶς ἠφανίσθη, er verschwand, 7, 167; oft bei Plat. u. Folgdn, ὑπὲρ τοὺς τῆς χώρας ὅρους ἀφανισθείς, über die Grenze gebracht, Plat. Legg. IX, 855 a; Philostr. Imagg. 1. 26 steigert οὐχ ὡς ἀπόλοιντο, ἀλλ' ὡς ἀφανισθεῖεν εἰς μίαν ἡμέραν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: πρκμ. ἠφάνικα, Δημ. 950. 3: ― καθιστῶ τι ἀφανές, ἀποκρύπτω, νεφέλη… ἠφάνισεν ἥλιον (πιθ. γραφὴ) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8· ἐντεῦθεν ὡς τὸ Λατ. abscondo, χάνω τὴν θέαν τινός, δὲν βλέπω τι, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγωκαρίωνι» 1. 18, ἔνθα ἴδε Meineke· ἀφ. τὸ συμφορώτατον, ἐξαλείφειν, ἀπαλείφειν, καταστρέφειν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· αἴρω ἐκ τοῦ μέσου πολιτικοὺς καταδίκους, ὥστε ἡ τύχη αὐτῶν διαμένει ἄγνωστος, Ἡρόδ. 3. 126, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 53, πρβλ. Θουκ. 4. 80, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 11· καθόλου, ἐπὶ θανάτου, αἴρω ἐκ τῆς γῆς, «παίρνω», Ἐπιγρ. Ἑλλ. 376. 8., 380. 6, κ. ἀλλ.: ― Παθ., τὴν γνώμην μηδὲν... ἀφανισθεῖσαν, οὐδαμοῦ ἢ ἀποκρυφθεῖσαν, σκεπασθεῖσαν, Θουκ. 7. 8. 2) αἴρω ἐκ τοῦ μέσου, ἀπομακρύνω, ἄχος Σοφ. Ο. C 1712· ἐξαφανίζω, ὁπότε πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα παρθένος τιν' ἀνδρῶν Εὐρ. Φοίν. 1041· Μούσας ἀφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 971· ἀφ. αὐτὸν εἰς τὸν νεὼν ὁ αὐτ. Πλ. 741. 3) καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, παντελῶς ἐξαλείφω, καθαιρῶ μέχρις ἐδάφους, ἐξαλείφω τὸ γεγραμμένον κτλ., Θουκ. 6. 54, κτλ.· ὅλως ἀφ. τὰ ἱερὰ Δημ. 562, 17. 4) καθιστῶ ἀφανῆ, ἐξαλείφω τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5. 3, κτλ.· ἐξαλείφω τὰ ἴχνη αἵματος, Ἀντιφῶν 134. 37· ἐξαφανίζω μάρτυρα ἢ μαρυρίαν, ὁ αὐτ. 135. 29: ἀπαλάττομαί τινος, δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 760. 5) ἀποκρύπτω, κλέπτω. Ξεν. Οἰκ. 14. 2. 6) ἐπισκοτίζω, ἀμαυρῶ, καταστρέφω τὴν ὑπόληψίν τινος, ἀρετήν, ἀξίωσιν, δόξαν, τὸ δίκαιον, κτλ., Θουκ. 7. 69., 2. 61, Πλάτ., κτλ.: ἀλλ' ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀφ. αγαθῷ κακόν, ἐξαλείφειν τὸ κακὸν διὰ τοῦ ἀγαθοῦ, Θουκ. 2. 42· δύσκλειαν ὁ αὐτ. 3. 58· τὰ χρώματα ἀφανίζουσιν ἐκ τοῦ σώματος (ἡ λύπη καὶ τὸ ζῆν κακῶς), Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1· τὴν τρίχα πολιὰν οὖσαν ἐπειρᾶτο βαφῇ ἀφανίζειν, προσεπάθει νὰ τὴν κάμῃ διὰ βαφῆς νὰ μὴ φαίνηται τοιαύτη, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 20· ἀφανίζειν τὰ πρόσωπα (πρβλ. ἀπρόσωπος), ἐπὶ τῆς προσποιητῆς σκυθρωπότητος τῶν ὑποκριτῶν ὅταν νηστεύωσιν, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὑτῶν, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 16· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 20, Ζαχ. Ζ΄, 14). 7) καταστρέφω, ἐξαφανίζω περιουσίαν, ἀργύριον, ναυτικὸν Αἰσχίν. 14. 24., 85. 31· ὅλον τὸ ἐργαστήριον Δημ. 821, ἐν τέλει, πρβλ. 820 ἐν τέλει, 839. 15· ― ὡσαύτως ἀφ. τὴν οὐσίαν, μετατρέπω τὴν περιουσίαν (κτηματικὴν ἢ ἄλλην) εἰς χρήματα ἵνα ἀποκρύψω αὐτήν, ἢ ἄρω ἐκ τοῦ μέσου (πρβλ. ἀφανὴς 5), Δημ. 827. 12, Αἰσχίν. 14. 38. 8) ἐκπίνω, πίνω ἐντελῶς ποτήριον οἴνου, Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· πρβλ. Meineke Ἀποσπ. Κωμ. 2. 829. ΙΙ. Παθ., γίνομαι ἀόρατος, ἐξαφανίζομαι, Ἡρόδ. 4. 8. 124, Σοφ. Ἀντ. 255· ἐπὶ ἀνθρώπων καταχωσθέντων ὑπὸ θυέλλης ἄμμου, Ἡρόδ. 3. 26· ἢ ἀπολεσθέντων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Θουκ. 8. 38, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 24· ἀφ. κατὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ νήσων, Ἡρόδ. 7. 6· ὑποβρύχιος ἠφ. Πλουτ. Κράσσ. 19· ἀφ ἐξ ἀνθρώπων Ἡρόδ. 4. 95, Λυσ. 191. 27· ἀφ. εἰς ὕλην, ἐντὸς δάσους, Ξεν. Κυν. 10. 23· καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83. 2) ζῶ ἰδιωτεύων, Ξεν. Ἀγ. 9. 1.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠφάνιζον, f. ἀφανίσω, att. ἀφανιῶ, ao. ἠφάνισα, pf. ἠφάνικα;
Pass. f. ἀφανισθήσομαι, ao. ἠφανίσθην, pf. ἠφάνισμαι;
I. faire disparaître, d’où
1 rendre invisible, cacher;
2 supprimer, anéantir, acc. ; Pass. ἀφανίζεσθαι ἐξ ἀνθρώπων HDT disparaître d’entre les hommes, càd périr ; en parl. de choses détruire, effacer ; ἀφ. ἀγαθῷ κακόν THC effacer le mal avec le bien;
3 perdre (de l’argent, des biens, etc.);
4 tenir caché ou secret, dissimuler : τὴν γνώμην THC sa pensée ; au propre τρίχα βαφῇ ÉL dissimuler la couleur de ses cheveux en les teignant;
5 éloigner, écarter : παῖδας καὶ γυναῖκας XÉN emmener des enfants et des femmes en esclavage ; fig. ἄχος SOPH calmer litt. écarter une douleur;
6 emporter, dérober, soustraire;
II. obscurcir, ternir : τὴν ἀξίωσιν THC la considération dont on jouit ; τὰς πατρικὰς ἀρετάς THC les vertus de ses ancêtres.
Étymologie: ἀφανής.